Μαθητής

Μαθητής

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Χωριάτικο Στενό




           ΧΩΡΙΑΤΙΚΟ  ΣΤΕΝΟ
           
Κρυφές οι μνήμες έρχονται στου ποιητή τη σκέψη
με συννεφιά και με βροχή στο νου η ζωγραφιά
κι ο οίστρος του το κείμενο ταχιά μωρέ θα θρέψει
για να το κάμει όνειρο κρυφά μια συντροφιά

Αντίθετα λασκάρισε η σκέψη με καρφώνει
σε μέρες άλλης εποχής ταλαίπωρη ζωή
χειμώνας είναι δεν λαλεί εκείνο τ’ αηδόνι
που θα’ φερνε την άνοιξη ετούτη τη στιγμή

Κλαδί στο τζάκι άναψα μια φλόγα φωσφορίζει
φωνές μουγκές ανύπαρκτες καιρός εις το χιονιά
νιφάδες άσπρες έπεσαν δρομάκι σαν ασπρίζει
κρυφοί καημοί εξύπνησαν σ’ αυτή τη μοναξιά

Διψώ τον ήχο του στενού διψώ και τη φωνή του
θολή εικόνα πρόσωπο φεγγάρι μου σβηστό
γλιστρώ με νόημα θαρρώ με νόστο στη μορφή του
δυο σκέψεις μόνο γράφτηκαν σε τούτο το γραπτό

Ξυπνούν στιγμές αμέτρητες της λύπης μου παιχνίδια
νερό της λήθης θε να πιω αν θέλω να διαβώ
απ’ τό βυθό της σκέψεις μου τα ίδια και τα ίδια
να τα ξεχάσω δεν μπορώ αφού τα αγαπώ

Η θύμηση με βούλιαξε στης πίσσας το κατράμι
χρυσό φεγγάρι κρύφτηκε θωριά εγώ μη δω
με τρέμουλο μου μήνυσε του καντηλιού το λάδι
μια καύτρα εσιγόπαιξε σημάδι ιερό

Καπούλια αλόγου πέρασαν τα πέταλα γλιστρούσαν
πλακόστρωτο κατήφορος δρομάκι γραφικό
οι χτύποι γνώριμοι στο νου αλήθεια μου ξυπνούσαν
παλιές εικόνες που’ ζησα αυτές τώρα τις ζω
                 
Βροχή το τζάμι θόλωσε ζωγράφισε εικόνα
πήρε μορφή και έκφραση με όνομα κρυφό
βασάνισε τη σκέψη μου και το μυαλό ακόμα
και κάρφωσε το πόνο μου σε τούτο το γραπτό

Φιγούρας όνειρο αυτή μια συντροφιά για μένα
στη σιγαλιά διάλογος σε άφωνο γραπτό
κουβέντα ατελείωτη μια νοσταλγία κέρνα
εικόνες που γραφτήκανε σε παιδικό μυαλό

Αγγέλου φάντασμα θωριάς μια σκέψη ερημίτη
η σιωπή μου γέννησε αδερφική μορφή
η νοσταλγία έπλασε καλέμι του τεχνίτη
το πρόπλασμα ποζάρισε στο νου και στη γραφή

Μεγάλη η νύχτα θα διαβεί με χρώμα σαν κατράμι
το γράψιμο του ποιητή γεμίζει το χαρτί
το θέμα είν ’ατέλειωτο αστείρευτο ποτάμι
ο κρότος λίγο βάρβαρος τρομάζει τη σιγή

Μεσάνυχτα εχτύπησαν του ρολογιού οι δείκτες
του αστρικού η ερημιά το νου μου τον μεθά
χωρίς φωνές μου έκλεισαν όλες αυτές οι νύχτες
παρέα με τις σκέψεις μου στο τζάκι με φωτιά

Μένω μονάχος και κοιτώ χωρίς καλά να βλέπω
τι σημασία το γραπτό αν με ρωτάς θα πω
παιχνίδι παίζω στο χωριό και γω μαζί του τρέχω
στον άγνωστο κατήφορο εκεί θε να χαθώ

Βουνά τριγύρω άσπρισαν τα έλατα χαθήκαν
φορτώθηκαν το χιόνι τους αλλάξαν φορεσιά
κι σκέψεις μου σε πρόσωπα αυτές εκεί χωθήκαν
και δώσανε στον ίστρο μου συναίσθημα θωριά

Η ομορφιά με κούρασε με γέμισε με δάκρυ
μικρή καημένη σκέψη μου πολλά έχω να πω
το βράδυ σαν με χάιδεψε μπατάρισα στην άκρη
στο τζάκι με τη φλόγα του τις μνήμες μου θα πιώ

Σύννεφο γίνε μίλα μου ανάβω το καντήλι
μονάχος μένω άυπνος δεν ξέρω να πιαστώ
σιγά σιγά μου έφυγε ετούτο δω το δείλι
δεν έχω πια στη σάρκα μου δυνάμεις να διαβώ

Και πριν με μετρήσει ο κάματος και κουραστεί η σάρκα
κάποιο πουλί τραγούδησε το γνώριμο σκοπό  
τα βήματά που άκουσα στη χιονισμένη στράτα
μου φέρανε στη μνήμη μου εκείνο το στενό

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου