Μαθητής

Μαθητής

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ " ΟΙ ΓΕΛΕΚΤΣΗΔΕΣ"


          


ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

ΟΙ ΓΕΛΕΚΤΣΗΔΕΣ

Της Παρασκευής Παν. Μπάρλα

Φιλολόγου




ΓΙΑΤΙ ΕΠΙΛΕΞΑΜΕ ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ « ΟΙ ΓΕΛΕΚΤΣΗΔΕΣ»

Η πρωτοτυπία του έργου οφείλεται στο θέμα. Γιατί σε πάρα πολλούς, ακόμα και σε Μεσολογγίτες το όνομά τους ήταν άγνωστο. Άγνωστος ήταν και ο αγώνας τους και η προσφορά τους στον άνισο αγώνα για υπεράσπιση της Πατρίδας. Πρωτότυπο ήταν το έργο και σε ποιότητα περιεχομένου, δηλαδή σε υψηλά νοήματα: μεγάλες ιδέες, υψηλό φρόνημα, ηθικό στέρεο, ιδανικά της Πατρίδας, της Ελευθερίας, της αυτοθυσίας, της τιμής, της αξιοπρέπειας καθιστούσαν κάστρο απόρθητο την ψυχή τους.

Εξάλλου σε νέους ανθρώπους, μαθητές, τα παραδείγματα των νέων εμπνέουν και παραδειγματίζουν. Οι νέοι ήταν μπροστάρηδες αλύγιστοι αγωνιστές του χρέους προς την Πατρίδα. Νέοι πήραν τη μεγάλη απόφαση για τη λευτεριά της Πατρίδας τους. Και σήμερα από σας τους νέους περιμένουμε μια καλύτερη ημέρα. Ένα καλύτερο για την αυριανή κοινωνία μέλλον. Σεις έχετε και όνειρα και ιδανικά. Με όπλα τις γνώσεις σας, τα πνευματικά και ηθικά σας χαρίσματα μπορείτε να δημιουργήσετε μια καλύτερη κοινωνία, αντάξια των ελπίδων και των προσδοκιών σας.

Ίσως από μας τους μεγαλύτερους, δεν έχετε τα καλύτερα παραδείγματα. Ίσως δεν ανταποκριθήκαμε στα όνειρά

σας. Σεις, οι νέοι Γελεκτσήδες, μπορείτε με τις γνώσεις σας, τα όνειρά σας και τις ψυχικές σας ικανότητες να φτιάξετε την κοινωνία που θέλετε.

Εμείς οι καθηγητές σας, επιδιώξαμε με τη θεατρική παιδεία, το θεατρικό έργο που διδάξαμε, να σας δείξουμε τι μπορείτε στη ζωή σας να πετύχετε και πώς να το πετύχετε. Η θεατρική παιδεία διδάσκει, εμπνέει, και παιδαγωγεί παραστατικά. Γίνεται βιωματική. Συγκλονίζει το πνεύμα και την ψυχή. Λόγος και εικόνα, σε αγαστή συνεργασία, απεικονίζουν με επιτυχία μεγάλη ιδέες, ιδανικά, αξίες, αρετές, ψυχικές καταστάσεις, βιώματα. Η θεατρική παιδεία γίνεται έργο και πράξη και ενέργεια και συγκίνηση και τελικά ζωή. Παιδαγωγεί αθόρυβα και ανεπαίσθητα. Επιτρέπει στον θεατή – ακροατή να αυτοδιδαχθεί. Να δεχθεί τα μηνύματά του χωρίς βία, χωρίς να τα επιβάλει. Είναι μια διαδικασία αυθόρμητη και φυσιολογική. Είναι η παιδεία και παιδιά του Πλάτωνα, όπου μαθαίνεις παίζοντας, συμμετέχοντας και βιώνοντας.

Η γνώση γίνεται πράξη, βίωμα, ζωή.

Γι’ αυτό επιλέξαμε τους Γελεκτσήδες, αυτούς μιμηθείτε. Αυτοί να σας παραδειγματίζουν και να σας εμπνέουν στη ζωή σας. Γίνετε οι νέοι Γελεκτσήδες. Σας χρειάζεται η κοινωνία και η Πατρίδα μας!



 (Όπως φαντάστηκαν τον Γελεκτσή - ήρωα οι μαθήτριες Άρτεμις & Μυρτώ Μπέτσιου)





(έργο των μαθητών Μόσχου Ιωάννη &Πέππα Ευτύχιου)












ΠΡΑΞΗ 1Η


Σκηνή 1

Στο εργαστήρι του Μπάρμπα – Λια
Σκηνικό: Το σπίτι του μπάρμπα-Λιά (χαμόσπιτο – Κάτω αγορά)

( Ο Μπάρμπα-Λιάς καθισμένος πάνω σε μια ψάθα και γύρω του καθισμένοι οι Γελεκτσήδες σταυροπόδι σε κουρελούδες φτιάχνοντας βόλια για πόλεμο, με τις οδηγίες του καπετάνιου. Γελούν, μιλάνε δυνατά, μουντζώνουν αλύπητα. Την ίδια στιγμή τα κανόνια του εχθρού χτυπούν αλύπητα).

Δημοτικό Τραγούδι –Διάλειμμα

Σκηνή 2η

Ίδιο σκηνικό (συνέχεια στο εργαστήρι)

Δημοτικό τραγούδι – Διάλειμμα


ΠΡΑΞΗ 2Η


Σκηνή 1η

Μπούλαλας, ο αλαφροΐσκιωτος

Σκηνικό: Απάνω αγορά (κίνηση στην πλατεία)

( Οι πολιορκημένοι Μεσολογγίτες συζητούν για την κατάσταση)

Δημοτικό τραγούδι – Διάλειμμα

Σκηνή 2η

Ίδιο σκηνικό – (ίδια κίνηση Μεσολογγιτών στην αγορά)

(Ξαφνική εμφάνιση του Μπούλαλα – ο πετροπόλεμος)


ΠΡΑΞΗ 3η


Σκηνή 1η

Η συνέλευση- απόφαση των Γελεκτσήδων.

Σκηνικό: Αγία Παρασκευούλα


Συμμετέχουν:

·         Μάνθος Τρικούπης, 18 ετών, Αρχηγός

·         Ζαφείρης Ράπεσης, 18 ετών

·         Γιώργος Βαλτινός, 14 ετών

·         Τάσος Βορίλας, 16 ετών

·         Σφήκας, Ψυχογιός του Αξιωματικού Καρατζογιάννη

·         Τασούλα Γυφτογιάννη

·         Χρυσάιδω Καραγγελέ

·         Αντώνης Μπάκας, 13 ετών

·         Παντελεήμων Πλατύκας

·         Σπύρος Παπαλουκάς

Δημοτικό τραγούδι - Διάλειμμα

Σκηνή 2

 Η συνάντηση των Γελεκτσήδων -Ανακοίνωση των κατορθωμάτων τους.

Σκηνικό : Αγία Παρασκευούλα

Δημοτικό τραγούδι - Διάλειμμα

ΣΚΗΝΗ 3η

Προσκλητήριο των νεκρών

Σκηνικό: ο Φράχτης


ΑΦΗΓΗΤΗΣ Α΄ α) Έπεσαν μαχόμενοι

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Β΄ β) Αιχμάλωτοι

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Γ΄  γ) Διέπρεψαν

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Δ΄ δ) Επέστρεψαν

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Ε΄  ε) Σώθηκαν και γύρισαν


Επίλογος: Η προσφορά τους

Οδηγίες

Ενδυμασία: Αγόρια: παντελόνι- γιλέκο

                 Κορίτσια: φούστα-γιλέκο

                 Μπάρμπα – Λιάς, Μπούλαλας: φουστανέλα




(στιγμιότυπο από τη θεατρική παράσταση, που πραγματοποιήθηκε στο Τρικούπειο Πολιτιστικό Κέντρο τον Απρίλιο του 2013, στο πλαίσιο των Εορτών Εξόδου)

ΠΡΟΛΟΓΙΣΜΑ

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:

Συγκλονίζεται η ψυχή μας, καθώς αναπολούμε στη μνήμη μας τους μικρούς πολεμιστές, τους λεβέντες του Μεσολογγίου, που η ψυχή τους τούτη την ώρα βρίσκεται μαζί μας και παρακολουθεί τις πράξεις μας και τις αποφάσεις μας.

 Η Κλείσοβα, το Βασιλάδι, ο Φράχτης είναι ποτισμένα από το άγιο και ηρωικό αίμα αυτών των μικρών ηρώων, των αετών της ανδρείας και της αρετής.

 Στο έπος της Ελεύθερης Πολιτείας, της Πολιτείας του Θεού, οι μικροί αυτοί Ελεύθεροι Πολιορκημένοι αγωνιστές και το εκλεκτό σώμα των Γελεκτσήδων έγραψαν χρυσές σελίδες ιστορίας.






(στιγμιότυπο από τη θεατρική παράσταση, που πραγματοποιήθηκε στο Τρικούπειο Πολιτιστικό Κέντρο τον Απρίλιο του 2013, στο πλαίσιο των Εορτών Εξόδου)

ΠΡΑΞΗ 1η

ΣΚΗΝΗ 1Η


Σκηνικό: Το σπίτι του μπάρμπα- Λια (χαμόσπιτο-κάτω αγορά)

α) ο μπάρμπα –Λιας καθισμένος πάνω σε μια ψάθα.

Τα κανόνια του Αράπη και της Τουρκιάς χτυπούν αλύπητα.

β)Γύρω του καθισμένοι κάτω σε κουρελούδες οι Γελεκτσήδες σταυροπόδι φτιάχνουν βόλια για τον πόλεμο με τις οδηγίες του καπετάνιου γελούν, μιλάνε δυνατά, μουντζώνουν τον εχθρό.


ΜΠΑΡΜΠΑ-ΛΙΑΣ: (μονολογεί). Άτιμος ο πόλεμος. Ρημάζει τα σπίτια μας. Σκοτώνει τα παλληκάρια  μας. Κινδυνεύει το Μεσολόγγι μας. Πεθαίνουμε από την πείνα, τη δίψα και τις αρρώστιες. Κι εγώ εδώ πεσμένος, ανήμπορος να πολεμήσω. Έρημα πόδια… Δε με κρατάνε πια όρθιο. Όμως πολεμάω με την ψυχή μου. Κρατάει αυτή ακόμα. Πάρ’ τα…( μουντζώνει με τα δέκα). Το σόι χαλντούπη. Δε σου χαρίζω το Μεσολόγγι. Εάν μπορείς, πάρ’ το.

ΠΑΙΔΙΑ: Γελούν και μουντζώνουν κι αυτά και η δουλειά συνεχίζεται.

ΜΑΝΘΟΣ: Μπάρμπα-Λια, πού ήσουνα κλέφτης, πού πολέμησες; Πες μας κάτι για τη ζωή σου και τις παλληκαριές σου. Τι μας τα κρύβεις;

ΜΠΑΡΜΠΑ-ΛΙΑΣ: (θυμάται,  αναπολεί τα νιάτα του, παραπονιέται για τα πόδια του, που δεν μπορεί να πολεμήσει, αναστενάζει, δακρύζει. Μονολογεί): Έρμο τουφέκι, γέρασα πια, δεν μπορώ να σε κρατάω (και αφηγείται):

Παιδιά μου, αφού με προκαλείτε, θα σας πω την ιστορία μου κοντά στον αετό της Ρούμελης, τον Κατσαντώνη, στα βουνά της Ρούμελης, στ’ απάτητα Άγραφα, στα λημέρια του φοβερού πρωτοκλέφτη, που ρήμαξε τ’ ασκέρια του Αλή, κι’ ύστερα, σαν χάθηκε εκείνος, βρέθηκα στο νταϊφά του καπετάν Μακρή, τ’ αρχικλέφτη του Ζυγού.

 ( Τα παιδιά παρακολουθούν με προσοχή και δουλεύουν συγχρόνως φτιάχνοντας βόλια).

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Γνώρισες, είδες κι έμαθες πολλά Μπάρμπα-Λια;

ΜΠΑΡΜΠΑ-ΛΙΑΣ: Χόρτασα τη ζωή της κλεφτουριάς. Γύρισα με τον Αντώνη όλα τα βουνά της Ρούμελης, τις βρυσούλες, τις λαγκαδιές. Γνώρισα πολλούς καλούς και γενναίους συντρόφους. Γίναμε αδελφοποιτοί. Πενήντα και παραπάνω χρόνια στο κλαρί έχουν περάσει από τότε που μ’ ένα κοτρώνι έσπασα το κεφάλι του Αγά, που πείραξε τη μάνα μου και λάκισα στα βουνά.

ΑΝΤΩΝΗΣ: Κουράστηκες καπετάνιε ή κρατάς ακόμα;

ΜΠΑΡΜΠΑ-ΛΙΑΣ: Μ’ έφαγε το σαράκι του χρόνου και η κακοπερασιά. Η καρδιά μου κρατάει ακόμα. Τα πόδια μου, τα ρημάδια… δεν το λένε πια.

Ο ίδιος (μονολογεί): Ρημάδια, γιατί λυγάτε; Τι πάθατε και δε με κρατάτε; (αναστενάζει βαθειά, συλλογίζεται, μουρμουρίζει το ‘αχ’ συνεχίζει: Νιάτα και πάλι νιάτα! (δακρύζει). Όλα γέρασαν, εκτός από την καρδιά, που λαχταρά πόλεμο για την πατρίδα, για τη Λευτεριά. Πολεμάνε οι άλλοι κι εγώ χασομέρης. Το θέλει αυτό ο Θεός; Όχι, δεν το θέλει, μα δεν το θέλει ούτε κι ο όξω από δω. (φτύνει για να φύγει ο ξορκισμένος), φτου, ξορκισμένε (σταυροκοπιέται, αναστενάζει).

ΖΑΦΕΙΡΗΣ: (απευθύνεται στη συντροφιά των φίλων του). Τρικυμία στην ψυχή του γεροκλέφτη. Ποιος ξέρει τι τον βασανίζει. Ζει μόνος του, με τον καημό του. Για την οικογένειά του όμως ποτέ δε μας μιλάει. Φαίνεται πως πονάει πολύ. Ένα σαράκι κατατρώει την καρδούλα του. Ο πόνος καταχώνιασε βαθειά μέσα του. Ζει μόνος του, με το πικρό μυστικό της ζωής του. Όμως χθες, παράξενο  πράμα, σαν να ‘θελε να πει κάτι.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Καπετάνιε, μας είπες πολλά για τις παλληκαριές σου και για τη ζωή σου στα λημέρια της κλεφτουριάς. Για τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου δεν μας είπες τίποτε.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Αχ, Γιωργάκη μου, παιδί μου, άγγιξες την καρδιά μου. Χτύπησες στη ρίζα την πληγή μου, την κατάλληλη ώρα. Τη μάτωσες. Είχα, παιδί μου, κι εγώ γυναίκα και παιδιά, τη Λενιώ μου, σωστό διαμάντι και τα αστέρια μου, τον Κωστάκη, το Λάμπρο και τη Δήμητρα. Αυτά ήταν ο πλούτος μου όλος και η απαντοχή μου. (ξεροκατάπιε και συνέχισε με σπασμένη φωνή). Τώρα δεν έχω τίποτα. Τα χάρισα στην πατρίδα. (αναστέναξε, βόγγηξε πολύ βαθειά και πρόσθεσε).

Τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, σαν και σας, καλή ώρα, τα πήραν μέσα στην Τουρκία, πολύ μακριά, εκεί που βγαίνει ο ήλιος, για εκδίκηση, που βγήκα στα βουνά. Τι απόγιναν δεν ξέρω. Και ποιος να μου πει ; Είπαν τα πούλησαν στην Αραπιά. Ποιος ξέρει; Από κει και πέρα χάθηκαν. Ζούνε; Δε ζούνε;… (αναστενάζει, κλαίει, η φωνή του δεν ακούγεται , μένει βουβός).

ΑΝΤΩΝΗΣ : ( στη συντροφιά) : Δάκρυα αναβλύζουν απ’ τα αδειανά γέρικα μάτια του, κυλούν στο πρόσωπό του, ξεπλένουν την κάτασπρη γενειάδα του και καταβρέχουν την παλιόψαθα. Αυτή είναι η μοίρα του μπάρμπα-Λια.

ΖΑΦΕΙΡΗΣ: Μην κλαις, καπετάνιε. Θα γυρίσουν. Τα προστατεύει ο Θεός. Φροντίζει για όλους και περισσότερο για τους αδύναμους.

ΣΦΗΚΑΣ: Κάνε υπομονή. Όλα θα πάνε καλά. Θα τα ξαναδείς. Πίστευε στο Θεό, που αγαπάει τους αθώους.

ΜΑΝΘΟΣ: ο μπάρμπα-Λιας, με τις ιστορίες του, τις ωραίες και συναρπαστικές, που στηρίζονται σε γεγονότα αντρειοσύνης, χαλύβδωσε τις ψυχές μας. Διαμόρφωσε το χαρακτήρα μας. Στο εργαστήρι του, σαν καλός μάστορας και έμπειρος παιδαγωγός, σπουδαγμένος στο σχολειό της κλεφτουριάς, φύτεψε στις ψυχές μας, αρετή, ανδρεία και γενναίο και υψηλό φρόνημα. Ίδρυσε το σχολείο των Γελεκτσήδων.

Ακολουθεί Δημοτικό τραγούδι της  κλεφτουριάς - Διάλειμμα






(στιγμιότυπο από τη θεατρική παράσταση, που πραγματοποιήθηκε στο Τρικούπειο Πολιτιστικό Κέντρο τον Απρίλιο του 2013, στο πλαίσιο των Εορτών Εξόδου)





ΣΚΗΝΗ 2Η  (ίδιο σκηνικό)

ΣΦΗΚΑΣ: Μπάρμπα-Λια, θα μας πεις κάτι και για τον αρχικαπετάνιο Κατσαντώνη; Θέλουμε να τα μάθουμε από πρώτο χέρι, από σένα, που αγωνίστηκες μαζί του και τον ξέρεις καλά.

 ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Έχω πολλά και θαυμαστά να σας πω για τον αρχηγό μου. Μα αυτός ήταν αετός. Τιμή μου που βρέθηκα στον νταϊφά του. Πρώτος καπετάνιος! Πρώτος στην αντρειοσύνη! Ήξερε καλά τις μπαμπεσιές του Αλή. Γνώριζε, σπιθαμή με σπιθαμή, τα λημέρια των Αγράφων, τα βουνά, τις ρεματιές, τις κρυψώνες. Λοιπόν, παιδιά μου, ακούτε τις παλληκαριές του.

ΧΑΙΔΩ: Καπετάνιε, είμαστε όλο αυτιά, να ακούσουμε και να μάθουμε. Μη μας κρατάς σε αγωνία.

ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Ήμασταν, που λέτε παιδιά μου, ψηλά εκεί. Κατά τη Βιλαώρα, καταπού βασιλεύει ο ήλιος. Ο Αντώνης, ο αρχηγός, ήταν άρρωστος. Είχε πυρετό και είχε ξαπλώσει στην ακροποταμιά, στον Ασπροπόταμο, να δροσιστεί λιγάκι, όπως συνήθιζε να κάνει. Εκεί βρήκαμε γάργαρο νερό και χοντρή σκιάδα. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα και μας ήρθε το μαντάτο, που λέτε παιδιά, ψηλά απ ’το καραούλι. Το καραούλι δεν έλειπε ποτέ. Ασφάλεια, βλέπετε, σίγουρη. Γιατί ο Τούρκος ακολούθαγε το ντορό μας και στη χωσιά ήταν μάστορας, μάνα καημένη.

ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΑ: Ποιο ήταν το άσχημο μαντάτο καπετάνιε;

ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ : Έρχεται, μας είπαν, τ’ ασκέρι του Αλή. Έρχονταν οι Αρβανιτάδες ματαπάλε. Δεν μας άφηναν, τον τελευταίο καιρό, σε χλωρό κλαρί. Ο καπετάνιος πετάχτηκε ολόρθος. Του πέρασε αμέσως η αρρώστια!  Σφύριξε δυνατά, συνθηματικά, να συνταχτεί ο νταϊφάς και ξανάκατσε. Εμείς, ένας ένας, γνοιασμένοι, φτάσαμε γρήγορα και μαζευτήκαμε ολόγυρα και περιμέναμε τις διαταγές του, κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Τον αγαπούσαμε πολύ. Ήταν μεγάλος καπετάνιος. Ήξερε να κυβερνά τον νταϊφά. Τον σέβονταν και τον παραδέχονταν για πρώτο όλοι οι καπεταναίοι. Μας κρατούσε με την αντρειοσύνη του, την εξυπνάδα του και τα χωρατά του. Ήταν γεννημένος για μεγάλος Αρχηγός. Παλληκάρι στη φωτιά της μάχης και χωρατατζής μοναδικός. Δε σκιαζόταν κανένα. Όλους τους έβανε κάτω.

ΜΑΝΘΟΣ: Λοιπόν, μπάρμπα-Λια, τι μέτρα πήρε; Ποιο ήταν το σχέδιο του;

ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Γελεκτσήδες μου, καταλαβαίνω την αγωνία σας. Λοιπόν πέταξε ένα ακόνι μέσα στο ποτάμι. Βλέπετε αυτό το ακόνι; μας είπε. Αυτό είναι οι τσοχανταραίοι. Μας πήραν από κοντά. Αμί, δεν το σκέφτηκαν καλά. Θα τους πνίξουμε στο αίμα, όπως αυτό τ’ ακόνι στο νερό. Έρχονται κατά δω. Σηκωθείτ’ απάν’. Τιναχτήκαμε όλοι με μιας και κοιτάζαμε μέσα σε ένα ξέφωτο, που πέρναγε ο δρόμος. Απ’ αυτόν το δρόμο θα περάσ’ η καβαλαρία. Εμείς θα πιάσουμε εκεί που χώνεται ο δρόμος στη λαγκαδιά, δεξιά και ζερβά. Εγώ θα σταθώ μπροστά. Θέλω να περιποιηθώ τον μπροστολάρη, όπως αξίζει στην αφεντιά του. Αφέντης, βλέπετε, είναι αυτός και να μην τον περιποιηθούμε, τι διάολο. Άντε τώρα, πιάστε θέσεις. Κι’ ακούτ’ εδώ. Άχνα δε θα βγάλει κανείς, κι ούτε θα ρίξει κανείς από σας, αν δε ρίξω εγώ πρώτος. Τ’ ακούτε; Εγώ θα ρίξω πρώτος.

ΤΑΣΟΥΛΑ: Και τότε τι κάνετε;

ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Σκορπίσαμε παιδιά μου, όπως μας διέταξε ο αρχηγός και πιάσαμε θέσεις, εκεί που μας έδειξε. Αυτός ήξερε καλά τις καλές χωσιές. Ήτανε μάνα σ’ αυτά. Έπιασε κι αυτός το μετερίζι του. Τα κανόνια των τσοχανταραίων μούγκριζαν αράδα και μια μπόμπα έσκασε κοντά μας. Αυτός, σαν να γιατρεύτηκε μονομιάς, τινάχθηκε ορθός, έτρεξε και την έσπρωξε με δύναμη στο βούρκο του χαντακιού. Εκεί, χωμένη στη λάσπη έσκασε και γέμισε ο τόπος καπνό και γλίτσα. Ο καπετάνιος άνοιξε τις παλάμες του, μούντσωξε και είπε «να, φάτε λάσπη, άτιμη φυλή, σκυλόπιασμα». Ήρθε πάλι κοντά μας, που μας είδε λίγο ταραγμένους και πρόσθεσε: « δε φαντάζομαι να κιότεψε κανένας σας. Λέω, μαθές, μην είναι κανείς κιοτής, δεν πάει, δε γίνεται» και συνέχισε ενθαρρύνοντάς μας.

Περιμέναμε, λοιπόν, τους Αρβανιτάδες, με το δάκτυλο στο λύκο. Δεν ακούγαμε ούτε την ανάσα μας. Σε λίγο βλέπουμε κουρνιαχτό σύννεφο. Το πανηγύρι θ’ άρχιζε!

ΑΝΤΩΝΗΣ: Ποιο πανηγύρι, μπάρμπα-Λια;

ΜΠΑΡΜΠΑ-ΛΙΑΣ: Να, θ’ άρχιζε η μάχη, ο πόλεμος πιδί μ’, κατάλαβες;

ΑΝΤΩΝΗΣ: Ναι, καπετάνιε.

ΜΠΑΡΜΠΑ-ΛΙΑΣ: Ο αρχηγός τους ερχόταν μπροστά, καβάλα σε μια φοράδα μπόλια ( με σημάδι στο μέτωπο). Τον αφήσαμε να σιμώσει. Τον ζυγίσαμε καλά. Αυτός ανύποπτος, ευχαριστημένος, καμαρωτός, έστριβε το μαύρο-ωραίο μουστάκι του, που ταίριαζε με το κόκκινο φέσι του. Ήταν όμορφος ο κερατάς. Δεν πρόλαβε όμως να το στρίψει καλά. Μπαμ… ακούστηκε, από τη μεριά του καπετάνιου. Του την άναψε ο Αντώνης μέσ’ στ’ αστέρι, κατάμπαλα, εδώ! (κι’ έδειξε το μέτωπό του).Τότε ρίξαμε κι εμείς. Τους ρημάξαμε. Τους ζεματίσαμε. Κοίταξαν να λακίσουν, και άντε να τους ξετρυπώσεις ύστερα. Τους πήραμε από κοντά, στο κυνήγι.

ΧΡΥΣΑΙΔΩ: Και τότε τι κάνατε;

ΜΠΑΡΜΠΑ - ΛΙΑΣ: Απάνω τους, φωνάζει ο αρχηγός. Τραβήξαμε τις πάλες και ριχτήκαμε. Πιαστήκαμε στα χέρια. Δούλεψε λεπίδι και πιστόλα. Δεν έμεινε κανείς Τους έφαγε το πελεκούδι. Αυτό δε ματάχε γίνει. Δε ματάχε χαθεί τέτοιο γκισέμ’ αρβανίτικο. Το έκλαψε όλο το σόι του. Λύσσαξε ο Αλής, σαν τα μάθε. Παρήγγειλε φοβέρες τ’ Αντών’ πολλές. Του ‘λέγε κι’ όλας, αν θέλει να τα φτιάξουν, κι ας σκότωσε τον καλύτερο τζουχαντάραγά του. Πού ν’ ακούσει ετούτος όμως τέτοια, που ήταν σκυλί μανιασμένο, να φάει ούλη την Τουρκιά. Φιλία ο Αντώνης με τον Αλή, έλεγε, ούτε στην άλλη ζωή. Ήξερε πόσο μπαμπέσης ήταν. Ήταν επιστήμονας στην μπαμπεσιά ο Αλής, αλήθεια.

ΖΑΦΕΙΡΗΣ: Ύστερα τι έγινε; Πώς το γιορτάσατε το κατόρθωμα;

ΜΠΑΡΜΠΑ-ΛΙΑΣ: Ύστερα, πιδί μ’, ξαρματώσαμε τους σκοτωμένους. Πιάσαμε το διάσελο και το ρίξαμε στο χορό. Ήτανε να μην χορέψουμε με τέτοια νίκη! Πότε έσερνε το χορό ο Κατσαντώνης και πότε τ’ άλλα παλληκάρια. Στήσαμε σωστό πανηγύρι απ’ τη χαρά μας, απάνω στο βράχο και περιμέναμε να ξανάρθ’ η ώρα να ματαπολεμήσουμε τον άτιμο τον Τούρκο, που πατάει τ’ άγια χώματά μας και ρουφάει το αίμα μας και ατιμάζει τη ζωή μας. Και τώρα παιδιά μ’, ας γιορτάσουμε κι εμείς τη μεγάλη αυτή νίκη της Πατρίδας μας κι ας τιμήσουμε το μεγάλο αρχηγό της κλεφτουριάς, τον αετό της Ρούμελης, τον Κατσαντώνη.

(στήνεται ο χορός, πρώτος ο Μπάρμπα – Λιας…. Τσάμικο)

ΜΠΑΡΜΠΑ-ΛΙΑΣ: Αυτό, παιδιά μ’, είναι το χρέος μας, να πολεμάτε για τη λευτεριά της Πατρίδας μας! Για την τιμή μας! Οι Έλληνες δε κάθονται ποτέ, όλο πολεμάνε, ώσπου να ‘ρθει η ποθητή Λευτεριά, αυτή είναι η μοίρα μας. Γι’ αυτό πολεμάμε κι εμείς εδώ, τώρα, στο Μισολόγγι. Τότε μονάχα θα ξαποστάσουμε. Τ’ ακούτε; Τότε… Και δε θ’ αργήσει, τώρα που πήραμε τα όπλα, που έγινε ο ξεσηκωμός, θα ‘ρθει και η Λευτεριά. Όπου να ‘ναι φτάνει. Και τότε να δείτε τι ωραία που θα’ ναι!

Ακολουθεί απόσπασμα από το Γ΄ Σχεδίασμα Δ. Σολωμού΄


ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Οι Γελεκτσήδες, έφυγαν για τα σπίτια τους, γεμάτοι αρετή, ανδρεία, αγάπη για την Λευτεριά και την Πατρίδα, ενθουσιασμό και μίσος για τον σκληρό κατακτητή. Η καρδιά τους γιόμισε αέρα λευτεριάς και αντρειοσύνης. Λαχταρούσαν να πολεμήσουν. Μάθαιναν πόλεμο. Έπαιζαν πόλεμο. Λαχταρούσαν πόλεμο. Οσφραίνονται τη φωτιά του πολέμου, το

μπαρούτι.



 ΠΡΑΞΗ 2η

ΣΚΗΝΗ 1Η

ΜΠΟΥΛΑΛΑΣ Ο ΑΛΑΦΡΟΙΣΚΙΩΤΟΣ

Σκηνικό: Απάνω Αγορά (κίνηση στην πλατεία)


ΜΑΝΘΟΣ: Ο ήλιος είναι μπόι πάνω από τη Βαράσοβα. Η πολιτεία αδέρφια άρχισε να ζωηρεύει, όπως και η κίνηση στην Αγορά.

ΣΦΗΚΑΣ: Όλα καλά, με τον πόλεμο, τι θα κάνουμε; Δύσκολη η κατάσταση.

ΖΑΦΕΙΡΗΣ: Υπομονή ... Θα τα καταφέρουμε! Πίστη χρειάζεται και κουράγιο.

ΑΝΤΩΝΗΣ: Ο εχθρός μας βομβαρδίζει αλύπητα, νύχτα-μέρα. Ρήμαξε τα σπίτια μας. Σκοτώνει τ’ αδέρφια μας. Το κάστρο κινδυνεύει να πέσει.

ΜΑΝΘΟΣ: Ο Θεός μας προστατεύει. Για την πίστη μας πολεμάμε και την Πατρίδα μας. Θα μας βοηθήσει.

ΤΑΣΟΣ: Όλα αυτά καλά τα λέτε. Όμως μας λείπουν πολλά. Οι τροφές τελείωσαν. Το νερό λιγόστεψε. Τα πολεμοφόδια λείπουν. Οι αρρώστιες μας θερίζουν.

ΖΑΦΕΙΡΗΣ: Η μοίρα μας να πολεμάμε. Πολεμάμε και νικάμε, γιατί έχουμε το δίκιο με το μέρος μας.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Το βουνό από χώμα περπατάει. Σίμωσε στο τείχος μας. Ο εχθρός ετοιμάζεται για ρεσάλτο.

ΜΑΝΘΟΣ: Γι’ αυτό προνόησε ο πολιτάρχης μας, ο σεβαστός Θανάσης Ραζηκότσικας. Τα λαγούμια είναι έτοιμα. Ο εχθρός μαζί με το βουνό θα ανατιναχθεί στον αέρα. Δεν θα μείνει τίποτε: Μα, τι θέλει εδώ ο Μπούλαλας; Ποιος αέρας τον έφερε; Τι συμβαίνει άραγε; Τι ζητάει ο Γιώργος της Πλιάγκαινας; Αυτός ο αλλοπαρμένος;

ΣΦΗΚΑΣ: Ας δούμε τι ζητάει, μη βιαζόμαστε να κρίνουμε. Είναι το ορφανό του Θύμιου, που «κοιμάται» στα «Μνήματα», εδώ και κάμποσο καιρό. Έξυπνο παιδί. Τα μαλλιά του αστραπόλαγαν. Τα μαλλιά σγουρά. Σωστός άγγελος στη γη. Όλο νεύρο και κίνηση. Καλόβουλο παιδί, σαν το συχωρεμένο τον πατέρα του. Η φρουρά τον ξέρει καλά. Στα θελήματα πρώτος και καλύτερος. Πάντα κοντά στους αγωνιστές, στις επάλξεις. Σωστό παραπούλι της Φρουράς. Τον Γιώργο τον ξέρουν όλοι. Ο παππούς ο Γιώργος σκοτώθηκε στην «Καζάρμα», στην πλαγιά της Βαράσοβας, τότε που ο καπετάν Μακρής άρπαξε το χαράτσι, που μετέφεραν οι Τούρκοι. Τον βάφτισε Μπούλαλα ένας αγωνιστής, καθώς τον είδε να μην συμμαζώνεται «σαν παιδί» και να γυρίζει ανάμεσα στο στρατόπεδο. Καλόβουλο, καλόκαρδο, ξυπόλητο και ξέστηθο πλάσμα, με τη λερωμένη φουστανέλα του. Το παρατσούκλι κόλλησε αμέσως, σα χερούλι. Και ο ίδιος, ο Γιώργος είχε ξεχάσει το όνομά του. Άκουγε μόνο το Μπούλαλας. Είναι ο Μπούλαλας ο αλαφροΐσκιωτος.

Δημοτικό τραγούδι – Διάλειμμα



 ΣΚΗΝΗ 2Η  (ίδιο σκηνικό)

ΜΑΝΘΟΣ: Πώς από δω Μπούλαλα; Τι ζητάς στο παζάρι;

ΜΠΟΥΛΑΛΑΣ: ( με δυνατή φωνή): Ούλα τα πιδιά  να μαζουχτούμι στου παζάρ το απόγιομα…

(επαναλαμβάνει πιο δυνατά): Ούλα τα πιδιά  να μαζουχτούμι στου παζάρ το απόγιομα…

ΖΑΦΕΙΡΗΣ: Τι θέλει άραγε ο Μπούλαλας και καλεί τα παιδιά;

ΑΝΤΩΝΗΣ: Μήπως σκαρώνει κάτι ο αλλοπαρμένος; Τι καλείς τα παιδιά Μπούλαλα;

ΜΠΟΥΛΑΛΑΣ: Θα δείτι…..

ΤΑΣΟΥΛΑ: Πάμε να δούμε τι μας θέλει;

ΧΡΥΣΑΙΔΩ: Τι να μας θέλει άραγε;

ΣΠΥΡΟΣ: Πάμε και θα δούμε, δε χάνουμε τίποτα, θα περάσουμε καλά μαζί του , θα γελάσουμε πολύ.

( Τα παιδιά ξετρυπώνουν απ’ όλα τα σοκάκια και μαζεύτηκαν στο παζάρι με πολύ περιέργεια και αγωνία να μάθουν)

ΜΠΟΥΛΑΛΑΣ: Μπράβο Μεσολογγιτάκια. Πιδιά να κατσ’ τ ούλα κατ’! ( Τα παιδιά στρώθηκαν κατάχαμα και περίμεναν να ακούσουν). Πιδιά έχου μια ιδέα. Να πάμι να πολεμήσουμι στου Κάστρο με τ’ ς  μεγάλ’ ς.

ΠΑΝΤΕΛΗΣ: Με τι όπλα;

ΜΠΟΥΛΑΛΑΣ: Με πέτρες και μι  την ψυχή μας. Θα μαζώξουμι πέτρες στα σακούλια μας και θα πάμι. Θα πετάμι ούλα μαζί τ’ ς πέτρες. Να, θα πέφτουν βροχή τα βόλια μας.  Πετροπόλεμο θα κάνουμι , αλλά με πολλές πέτρες. Θα τους τσακίσουμι τους Τούρκους και τους Αραπάδες. Τι λέτε;  Είστε για πόλεμου μι πέτρες; Θα βοηθήσουμι και τους αγωνιστές τ’ ς πόλης μας. Είστι έτοιμα;  Πάμι να πολεμήσουμι; 

ΠΑΙΔΙΑ: (με μια φωνή):Πάμι, θα πολεμήσουμι κι εμείς. Θα δείτε τι θα πάθουν οι παλιότουρκοι. Το λέει η καρδούλα μας! Πόλεμο ζητάμε για λεύτερη Πατρίδα. Πόλεμο για εκδίκηση και τιμωρία.

ΚΩΣΤΑΚΗΣ: Κι εγώ θα πολεμήσω με τη σφεντόνα μου. Θέλω να σκοτώσω Τούρκο. Να πάρω πίσω το αίμα του πατερούλη μου.

ΜΠΟΥΛΑΛΑΣ: Μπράβο Γελεκτσήδες μου! Μπράβο παλληκάρια μου! Έτσι, σας θέλω γενναία Μεσολογγιτάκια! Και τώρα μπρος ούλοι μαζί, με τα όπλα μας, τ’ ς  πέτρες, στου Κάστρο, δίπλα στους γονείς μας και στους δικού μας. Θα τους βοηθήσουμι. Για την πατρίδα και την Λευτεριά πολεμάμε!

ΜΑΝΘΟΣ: Με τι, ωρέ Μπούλαλα, θα μας βοηθήστε;

ΜΠΟΥΛΑΛΑΣ: Να, θα δείτι αμέσως. Ελάτι πιδιά. Βγάλτε τα όπλα σας, τ’ ς πέτρες και βαράτε ούλα μαζί.

ΜΑΝΘΟΣ: Μπράβο λεβέντες μου! Σεις πολεμάτε χωρίς βόλια, με την ψυχή σας! Πρωτότυπος πόλεμος, ανέξοδος, μα  χρήσιμος. Με σας, το Μεσολόγγι δεν θα πέσει.

ΜΠΟΥΛΑΛΑΣ: Πιδιά μ’, μη χάνουμι καιρό. Αφήστε κάτ’ τα σακούλια, πάρτε πέτρες και βαράτι στου σωρό, ψηλοκρεμαστά, ακριβώς πίσω απ’ το χώμα, το βουνό που είναι κοντά στο τειχί, που περπατάει. Ούλα μαζί. Σας φάγαμι Τουρκαλάδες! Πάρτι κι’ αυτή, κι’ αυτή την κοτρώνα, κι’ αυτή τη μεγάλη και μυτερή. Πίσω κερατάδες! Μη σταματάτε πολεμιστάδες μου! Θα τους τσακίσουμι! ( Οι πέτρες έπεφταν βροχή. Κραυγές ακούγονται από το γειτονικό στρατόπεδο)

ΤΟΥΡΚΟΣ: Κερατά γκιαούρ’ , με σκότωσες.

ΑΛΒΑΝΟΣ: Άτιμη φάρα, ραγιά, πάει το κεφάλι μου.

ΆΛΛΟΣ: Πάει το μάτι μου, μου το ‘φαγαν οι άπιστοι γκιαούρηδες.

ΜΠΟΥΛΑΛΑΣ: Συνεχίστι πιδιά μ’, τους φάγαμε τους κερατάδες. Μπράβο παλληκάρια μου! Καλά πάμι!

( ο ίδιος): πάρ’ την κι’ αυτή Αράπη. Παρ’ την και τούτη χαλντούπη. (γελάνε και πετούνε συνέχεια πέτρες, σωστός πετροπόλεμος)

ΚΑΠΕΤΑΝ ΗΛΙΑΣ: Κάτσε κάτ’, Γιώργο, σκύψε, πρόσεχε, θα σε βαρέσουν.

ΜΠΟΥΛΑΛΑΣ: δε με βαράνε. Είναι κιοτήδες και λούφαξαν. ( ακούστηκε μπαμ, Τούρκος τον σημάδεψε και τον κτύπησε θανάσιμα)

ΜΠΟΥΛΑΛΑΣ: (Με κομμένη ανάσα…) Τη μάνα μου… Το Μισολόγγι…(χαμογελά σαν σε χαιρετισμό κι αναστέναξε βαθιά, τα μάτια του σκοτείνιασαν. Μια πέτρα κύλησε απ’ το παραλυμένο χέρι του. Έπεσε για το Μεσολόγγι, για τη Λευτεριά του)

ΜΑΝΘΟΣ: Αθάνατε Μπούλαλα. Πότισες με το αίμα σου το άλικο το δέντρο της Λευτεριάς. Άφησες σε μας παράδειγμα αρετής και φιλοπατρίας. Τιμούμε τη θυσία σου αξέχαστε Γιώργο. Κείτεσαι τιμημένος μαζί με τα’ άλλα παλληκάρια κοντά στον πατέρα σου στα «Μνήματα». Έγραψες ιστορία. Πέρασες στην αθανασία. Μας έγινες παράδειγμα αρετής και ανδρείας.

Τραγούδι – Διάλειμμα : Δ. Σολωμού, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχεδίασμα Γ΄


Aλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί ’δες·
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Xωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Oυδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
Mονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Kι’ όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.

( Εμφανίζεται κορασιά ντυμένη στα λευκά, κρατώντας σπαθί, ως Ελευθερία)

( Τέλος: Ο Ύμνος εις την Ελευθερία, ταυτόχρονα με την εμφάνισή της.)


                                                                        ΠΡΑΞΗ 3Η

ΣΚΗΝΗ 1η

 (Σκηνικό: Αγία Παρασκευούλα

Συμμετοχή – Απόφαση – Διανομή Ρόλων

Δημοτικό τραγούδι – Μετά ανοίγει η αυλαία)

 (Μπαίνει πρώτος ο αρχηγός και παρουσιάζει ένα ένα τα παλληκάρια)

ΑΡΧΗΓΟΣ: Παλληκάρια μου, η πόλη μας βρίσκεται σε πολύ δραματική κατάσταση. Κινδυνεύουν η ζωή μας, τα αγαθά μας, η τιμή μας, η αξιοπρέπειά μας και η λευτεριά μας. Οι αγωνιστές γονείς μας δυσκολεύονται πολύ για να κρατήσουν όρθιο το Μεσολόγγι. Αγωνίζονται να μην πέσει. Αντιμετωπίζουν τον εχθρό, την πείνα , την έλλειψη του νερού, τη λαχτάρα της ζωής. Όλα τα δεινά δηλαδή πολιορκούν την πόλη μας. Νομίζω ότι κι εμείς πρέπει και μπορούμε να συμπαρασταθούμε στον αγώνα τον ανελέητο, στο μέτρο των δυνάμεών μας.

Χρειαζόμαστε Ταχυδρόμους, Νερουλάδες και γενναίους αγωνιστές σε όλα τα άπαρτα, μέχρι τώρα, ταμπούρια μας, στο Φράχτη, στην Κλείσοβα, στο Βασιλάδι.

ΟΙ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ: ( Με μια φωνή, μια ψυχή, μια καρδιά φωνάζουν δυνατά):

Μπορούμε και θα βοηθήσουμε.

ΑΡΧΗΓΟΣ: Το περίμενα! Ήξερα την φλογερή αγάπη σας για την Λευτεριά και την Πατρίδα μας, το Μεσολόγγι. Με τέτοια Ελληνόπουλα το Μεσολόγγι δεν θα πέσει. Εμπρός λοιπόν  στο έργο μας. Ας μοιράσουμε τους ρόλους. Και πρώτα χρειαζόμαστε Ταχυδρόμους για την επικοινωνία της πόλης μας με τις γειτονικές μας πόλεις. Πρέπει να μεταφέρετε γράμματα της Διοίκησης για βοήθεια, τρόφιμα και πολεμοφόδια. Το έργο δύσκολο. Η τιμή όμως μεγάλη. Ο εχθρός δεν κάνει αστεία, είναι αιμοχαρής. Έχω εμπιστοσύνη σ’ εσάς!

ΑΝΤΩΝΗΣ: Εγώ αρχηγέ, αναλαμβάνω πρώτος, μου αρέσει αυτή η αποστολή. Ξέρω καλά τα κρυφά μονοπάτια του Ζυγού.

ΠΑΝΤΕΛΗΣ: Κι εγώ μαζί με το φίλο μου Αντώνη, θα τα καταφέρουμε καλά.

ΑΡΧΗΓΟΣ: Συγχαρητήρια! Κουράγιο παλληκάρια μου. Καλή επιτυχία!

Χρειαζόμαστε όμως και νερουλάδες. Η πόλη μας στέρεψε από νερό. Ο εχθρός έκοψε τις πηγές του. Χρειάζεται τόλμη και σβελτάδα. Λοιπόν τι λέτε;

ΤΑΣΟΥΛΑ: Εγώ είμαι στη διάθεσή σου Αρχηγέ. Μπορώ να βοηθήσω , θα τα καταφέρω.

ΧΑΙΔΩ: Και εγώ στην ίδια δουλειά με την φίλη μου Τασούλα. Ξέρουμε και τα μυστικά μονοπάτια.

ΑΡΧΗΓΟΣ: Και οι Μεσολογγιτοπούλες πρώτες στην έπαλξη του χρέους Εγώ θα είμαι. Μπράβο σας! Αλλά πρέπει να συμπαρασταθούμε και στους γονείς μας πολεμιστές. Είναι απόλυτη ανάγκη να γίνουμε οι βοηθητικοί πολεμιστές για να ξεκουράζονται, γιατί ο εχθρός χτυπά με λύσσα και συνεχώς.

ΣΠΥΡΟΣ: στο Βασιλάδι, κοντά στον πατέρα μου.

ΖΑΦΕΙΡΗΣ: Εγώ, στην Κλείσοβα, που την πολιορκούν οι Αραπάδες και οι Τούρκοι. Δεν πρέπει να πέσει αυτή η έπαλξη.

ΣΦΗΚΑΣ: Κι εγώ μαζί με το Ζαφείρη.

ΓΙΩΡΓΑΚΗΣ: Εγώ στο Φράχτη μας, το λέει η καρδούλα μου.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ: Κι εγώ στο άπαρτο κάστρο, στο Βασιλάδι θα πολεμήσω με ψυχή.

ΤΑΣΟΣ ΒΟΡΙΛΑΣ: Εγώ στην Κλείσοβα, μπορώ να μεταφέρω τρόφιμα και πολεμοφόδια.

ΠΑΙΔΙ 2,5 ΕΤΩΝ: Εγώ ας είμαι μικρός μην με περιφρονήσετε, θα είμαι κοντά στον πατερούλη μου για να τον ξεκουράζω, να παίρνει μια ανάσα.

ΑΡΧΗΓΟΣ: Με καταπλήξατε με τη γενναιότητα της ψυχής σας, την τόλμη σας και την προθυμία σας χωρίς φόβο και χωρίς επιφυλάξεις. Είσθε πραγματικά Μεσολογγιτόπουλα, άξιοι μικροί αγωνιστές! Σας συγχαίρω από την ψυχή μου! Σας θαυμάζω!

Εμπρός καθένας στη δουλειά του. Την Πατρίδα μας να σώζουμε! Και τώρα είναι η σειρά των πολεμιστών. Τα ταμπούρια μας, οι ντάπιες, η Κλείσοβα, το Βασιλάδι σας χρειάζονται. Οι γονείς μας θέλουν τη βοήθειά μας για να παίρνουν ανάσα. Ο πόλεμος είναι σκληρός και διαρκής. Ο Φράχτης, σε ορισμένα μέρη γκρεμίζεται από τα συχνό σφυροκόπημα και τα κανόνια των βαρβάρων. Εδώ σας θέλω Γελεκτσήδες μου! Να δώσετε το παρόν, στο μεγάλο και τιμητικό προσκλητήριο της πατρίδας μας! Περιμένω να ακούσω την αυθόρμητη συμμετοχή σας.

Εγώ θα είμαι στον ανεφοδιασμό με τρόφιμα, νερό και πυρομαχικά στο Βασιλάδι.

ΣΠΥΡΟΣ : Και εγώ στο Βασιλάδι δίπλα στον πατέρα μου.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Κι εγώ στο Βασιλάδι για ανεφοδιασμό των παλληκαριών, μαζί με τον Δροσίνη και το γιο του Σωτήρη.

ΑΡΧΗΓΟΣ: Με το Βασιλάδι τελειώσαμε. Η σειρά της Κλείσοβας. Εμπρός παλληκάρια μου, μιλάτε….

ΖΑΦΕΙΡΗΣ: Την δουλειά την ξέρω, ξέρω καλά και την ναυτική και τη Λιμνοθάλασσα. Μπορώ, με οποιονδήποτε κίνδυνο , να αναλάβω τον ανεφοδιασμό της Κλείσοβας με τρόφιμα και νερό με τις πάσαρες που έχω, ψαράς από γεννησιμιού μου είμαι.

ΤΑΣΟΣ: Μαζί με τον Ζαφείρη κι εγώ για ανεφοδιασμό με πολεμοφόδια και νερό! Το νησί αντιστέκεται γερά στις επιθέσεις των εχθρών! Ο Κίτσος Τζαβέλας είναι άριστος αρχηγός, χρειάζεται όμως τη συμπαράστασή μας.

ΣΦΗΚΑΣ: Ας είμαι μικρός, μπορώ να πολεμήσω. Θέλω να σκοτώσω τον αρχηγό των Αραπάδων.

ΑΡΧΗΓΟΣ: Με τέτοια Ελληνόπουλα δεν θα πέσει ούτε η Κλείσοβα ούτε το Βασιλάδι! Δεν πρέπει να πέσει όμως και ο Φράχτης. Χρειάζομαι κι εδώ τη βοήθειά σας.

ΑΝΤΩΝΗΣ: Εγώ για τις ντάπιες, ας είμαι μικρός, ξέρω να πολεμώ, χειρίζομαι καλά το καρυοφύλλι και το γιαταγάνι.

ΠΑΝΤΕΛΗΣ: Εγώ θα κουβαλώ πέτρες και χώμα για να χτίζω το Φράχτη, όταν τον γκρεμίζουν τα κανόνια των εχθρών.

ΓΙΩΡΓΑΚΗΣ: Ο πατέρας μου είναι κουρασμένος και τραυματισμένος, θα είναι δίπλα του για να παίρνει μια ανάσα.

ΜΑΝΩΛΗΣ: Κι εγώ στο Φράχτη, θα βοηθώ όπου μπορώ, σ’ όποιον έχει ανάγκη.

ΑΡΧΗΓΟΣ: Το Μεσολόγγι με τέτοια παλληκάρια δεν θα πέσει! Το κρατάτε άπαρτο κάστρο εσείς οι Γελεκτσήδες! Σας καμαρώνει η πατρίδα μας, το Μεσολόγγι μας και οι γονείς σας! Μπράβο σας! Μεσολόγγι είστε εσείς γενναία Μεσολογγιτόπουλα.

(Διάλειμμα λίγων λεπτών – Δημοτικό τραγούδι: Όλα τα κάστρα πέσανε)

Όλα τα κάστρα πέσανε

και δώσαν τα κλειδιά τους,

 το Μεσολόγγι το μικρό

 Τουρκιά δεν προσκυνάει

κι από την ντάπια του ο Μακρής

 στα παλληκάρια κράζει "

Παιδιά, βαράτε στην Τουρκιά…

ΣΚΗΝΗ 2Η

Σκηνικό: Η Αγία Παρασκευούλα

Συνάντηση Γελεκτσήδων – Τα κατορθώματα


ΑΡΧΗΓΟΣ: Τον αγώνα σας τον ξέρω, όπως και τα κατορθώματά σας: Ο Αράκυνθος, η Κλείσοβα, το Βασιλάδι το ομολογούν. Έγιναν τραγούδι. Γράψατε ιστορία με τα ανδραγαθήματά σας. Θέλω όμως να τα ακούσω και από ‘σας.

ΑΝΤΩΝΗΣ: (Εκπρόσωπος των Ταχυδρόμων) Αρχηγέ μου, η αποστολή μας, ξέρεις, δεν ήταν εύκολη. Περνούσαμε κάτω από τη μύτη των εχθρών για να πάμε και να φέρουμε μηνύματα. Ο Κιουταχής συνέλαβε τρεις ταχυδρόμους και τους κρέμασε στη μέση του στρατοπέδου, απέναντι από τις ντάπιες για να τους βλέπουν οι γονείς τους. Εμείς όμως, είχαμε τη βοήθεια του Θεού και τα καταφέραμε. Ευτυχώς γνωρίζαμε τα κακοτράχαλα βουνά του Ζυγού. Τίποτε δεν λογαριάζαμε μπροστά στο χρέος μας προς την Πατρίδα μας. Το Μεσολόγγι χρειάζεται βοήθεια απ’ έξω. Αυτά σας λέω με λίγα λόγια.

ΑΡΧΗΓΟΣ: Το περίμενα από σας αυτό το καλό αποτέλεσμα! Πραγματικά η πόλη μας χρειάζεται και τρόφιμα και πολεμοφόδια και πολεμιστές. Βοηθήσατε με το παραπάνω! Μπράβο σας!

Ας ακούσουμε τώρα και τους Νερουλάδες. Χωρίς νερό δεν μπορεί να ζήσει το Μεσολόγγι. Να δούμε τι κάνατε εσείς!

ΤΑΣΟΥΛΑ: (Εκπρόσωπος Νερουλάδων): Οργανώσαμε μια ομάδα μικρών παιδιών 12-15 χρόνων. Αυτή ανέλαβε το επικίνδυνο εγχείρημα να πάει σε μια γνωστή πηγή χωμένη ανάμεσα σε δυο ψηλούς ντυμένους με χαμόκλαδα όχτους, που έφτιαχναν σε κείνο το μέρος βάραθρο. Έπρεπε όμως να περάσουμε ανάμεσα από τις εχθρικές σκηνές. Γλιστρήσαμε σαν ίσκιοι και φτάσαμε έρποντας πάνω από την πηγή. Πιάνοντας ο ένας απ’ το χέρι τον άλλο, κατεβάσαμε το μικρό και ανάλαφρο της παρέας στο βάθος. Κι έτσι προμηθευτήκαμε το πολύτιμο νερό και γυρίσαμε συρτά –συρτά στο Φρούριο αστράφτοντας από χαρά κάτω από τις ζητωκραυγές και τις επευφημίες μικρών και μεγάλων. Τώρα, προς το παρόν, το Μεσολόγγι έχει νερό. Το χρειάζονται οι πολεμιστές μας.

ΑΡΧΗΓΟΣ: Συγχαρητήρια! Ξεπεράσατε τις προσδοκίες μας. Οι Μεσολογγιτοπούλες δεν υστερούν σε ηρωισμό. Το κατόρθωμά σας είναι λαμπρό. Βοηθάτε πολύ για να μείνει ελεύθερο το Μεσολόγγι. Και θα μείνει με τέτοιες Μεσολογγιτοπούλες! Ας ακούσουμε τώρα και τους πολεμιστές!

ΖΑΦΕΙΡΗΣ: (Εκπρόσωπος των πολεμιστών): Αρχηγέ θα αναφερθώ μόνο σε ορισμένα και μοναδικά κατορθώματα των συντρόφων μου, γιατί είναι πολλά και μεγάλα και δεν θέλω να σας κουράσω.

Θα αρχίσω από τους πιο μικρούς ήρωες, θα παραλείψω πολλά που δεν είναι ευκαταφρόνητα. Τι να πω για τον πιο μικρό ήρωα, δυόμισι χρονών, που ήταν στις επάλξεις μαζί με τον πατέρα του; Κράταγε αναμμένο το φυτίλι και όταν του έκανε νεύμα ο πατέρας του, πλησίαζε το μπαρούτι και το κανόνι εκπυρσοκροτούσε. Όμως σε κάποια στιγμή ο πατέρας του δεν του κάνει νεύμα… Ο μικρός αγωνιστής περιμένει… ο πατέρας του είχε σκοτωθεί…

Δεν μπορώ όμως εγώ, να μην επαινέσω τον ηρωισμό και την ευστοχία του Σφήκα. Ανέβηκε στο καμπαναριό της Αγίας Τριάδας , σημάδεψε καλά και σκότωσε τον αρχηγό των Αραπάδων. Πανικός δημιουργήθηκε στους εχθρούς.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Ο Μικρός Γιωργάκης Άρτης, 12 χρονών, βρίσκεται δίπλα στον πατέρα του. Αρπάζει το όπλο του πατέρα του, που κείτεται βαριά άρρωστος δίπλα του και την ώρα που ένας Αρβανίταρος σηκώνει το γιαταγάνι για να πάρει το κεφάλι του εχθρού και ν’ ανοίξει δρόμο προς το εσωτερικό του Φρουρίου για να μπουν οι σύντροφοί του. Αυτό του ρίχνει μια και τον ξαπλώνει νεκρό και οι άλλοι λιποψυχούν και οπισθοχωρούν, αφού εντωμεταξύ είχε φτάσει η Φρουρά.

ΧΑΙΔΩ: Εγώ γνωρίζω καλά το Σπύρο, το γιο του αρχηγού του Βασιλαδιού Αναστασίου Παπαλουκά. Αυτός πολεμούσε δίπλα στον πατέρα του και τροφοδοτούσε τα 14 κανόνια ως πυροβολητής. Έτσι κρατάμε ακόμα το Βασιλάδι, με τέτοια ανδραγαθήματα μικρών ηρώων.

ΤΑΣΟΣ: Αρχηγέ μου, έχω τη μεγάλη τιμή να αναφερθώ στον αγώνα και τον ηρωισμό του Παντελή Πλατύκα. Αυτός ανέλαβε σπουδαίο έργο. Ασχολήθηκε με την επισκευή κάποιας σπουδαίας μισογκρεμισμένης ντάπιας. Δίπλα του έχει το καρυοφύλλι. Χτίζει και πολεμά. Πολεμά και χτίζει .Μια σφαίρα  όμως του αφαιρεί τη ζωή. Οι Μεσολογγίτες τον κηδεύουν με τιμές . Ο Ιωσήφ Ρωγών στον επιτάφιο λόγο του προτρέπει όλους τους φίλους του συναγωνιστές να τον μιμηθούν.

ΑΡΧΗΓΟΣ: Από σας τι να πρωτοθαυμάσει κανείς; Τον ηρωισμό; Την ανδρεία; Τον πατριωτισμό; Την τόλμη; Το θάρρος; Την αυτοθυσία; Ό,τι και να πει είναι λίγο. Τα κατορθώματά σας έγιναν θρύλος, τραγούδι, παράδειγμα, ιστορία. Η εχθρική φωτιά μαίνεται, καίει πέτρες, καίει τα δέντρα, καίει τα σπίτια. Και μόνον τους Γελεκτσήδες ήρωες της πανανθρώπινης Ηθικής αφήνει Ανέπαφους γιατί αυτοί ούτε σπιθαμή Γης δεν υποχωρούν μπρος στον εχθρό, σα να μάχονται Υπεράνθρωποι. Οι υπεράνθρωποι αυτοί χαμογελούν σε όλη την ανθρωπότητα. Εκπροσωπούν την ηθική αστραπή.

Διάλειμμα – Τραγούδι: « Σεις βουνά της Κατοχής»

ΕΣΕΙΣ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Εσείς βουνά της Κατοχής, βουνά του Ξηρομέρου,

βαστάτε να βαστάξομε το φετεινό χειμώνα.

Ο Βάλτος επροσκύνησε κι όλο το Ξηρομέρι,

το Μεσολόγγι το μικρό, αυτό δεν προσκυνάει,

μόνο χαλεύει πόλεμο, χαλεύει το ντουφέκι,

γιατ’ έχει άντρες διαλεχτούς κι όλο καπεταναίους,

έχει το Μάρκο Μπότσαρη με χίλιους πεντακόσιους.




ΠΡΑΞΗ 3Η

Σκηνικό : Ο Φράχτης

Προσκλητήριο Νεκρών

 ΑΦΗΓΗΤΗΣ Α΄: Φονεύτηκαν

Στη μνημόσυνη τούτη ώρα, ας ανάψουμε το ψυχοκέρι μας στους ανώνυμους και γνωστούς Γελεκτσήδες. Συγκεκριμένα φονεύτηκαν:

·         Μια νέα 14 ετών

·         Άλλη νέα 17 ετών

·         Παρθένος 12 ετών

·         Στην έξοδο σκοτώθηκαν τα 4 παιδιά της οικογένειας Τάσου Μπακανδρέα

·         Τα 6 παιδιά της οικογένειας Μπαλαμπάνη από Σταμνά

·         Πολλά πέθαναν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.

·         Σκοτώθηκαν στις επάλξεις πολεμώντας ο Μάνθος Τρικούπης, γιός του Ιωάννη Τρικούπη

·         Ο Αντώνης Μπάκας

·         Ο Παντελεήμων Πλατύκας και

·         Πολλοί άλλοι Γελεκτζήδες που μας είναι άγνωστοι.

Ήρωες είναι αυτοί που κάνουν αυτό που πρέπει να γίνει , όταν χρειάζεται να γίνει, ανεξάρτητα από τις συνέπειες. Αιωνία τους η μνήμη.


ΑΦΗΓΗΤΗΣ Β΄:  Αιχμαλωτίστηκαν :

·         360 παιδιά μέχρι 10 ετών

·         583 παιδιά από 11 έως 20 ετών


ΑΦΗΓΗΤΗΣ Γ΄: Κατέλαβαν επίζηλες θέσεις στην Οθωμανική αυτοκρατορία όπως:

·         Ο Δημητράκης Γιαξίμη, ονομαστός μετέπειτα ως Αραμπή πασάς της Αιγύπτου, Πάππος της ωραίας Φαρίντα, που νυμφεύτηκε ο Βασιλιάς της Αιγύπτου Φαρούκ ο Α΄.

·         Πάνος Γαλανός που ο Ιμπραήμ τον έστειλε στον πατέρα του Μοχάμεντ  Άλι. Σπούδασε και έγινε υπουργός των Εξωτερικών, γνωστός ως Ζουφλικάρ Πασάς. Η μάνα του αλωνίζει όλη την Αρβανιτιά, την Ασία και την Αραπιά και καταφέρνει να βρει και τα άλλα 2 παιδιά της, τον Ασημάκη και τον Σπύρο και αφού μαθαίνει και για τον Πάνο ξανασμίγουν στην Αίγυπτο και παραμένουν πια εκεί.

·         Γιώργος Μηλιώνης: Σπούδασε, έγινε πλωτάρχης στο Τουρκικό Ναυτικό και γυρίζει στο Μεσολόγγι μαζί με τον πατέρα του όπου κατατάσσεται στον Ελληνικό στρατό.


ΑΦΗΓΗΤΗΣ Δ΄: Γύρισαν:

·         Από την οικογένεια Μπαλαμπάνη , τα παιδιά  ο Ανδρέας 20 ετών, ο Κώστας 15 ετών και ο Σπύρος 11 ετών μαζί με την μάνα τους, ύστερα από 7 χρόνια σκλαβιάς.

·         Ο Σπύρος Παπαλουκάς, η αρχοντοπούλα Κρίνα, κόρη του Αναστάση Μπάκα, μετά από 10 χρόνια σκλαβιάς στην Αίγυπτο.

·         Γύρισε στο Μεσολόγγι ο Τζοβάνο Σπεράντζα, που γνώρισε σε μια δραματική συνάντηση την υπέργηρη μάνα του απ’ τα ρούχα που της έδειξε και τα του τα είχε φορέσει την βραδιά της Εξόδου και από ένα σημάδι του σώματός του. Βαπτίστηκε στο πραγματικό του όνομα Κώστας Ν. Σκεπετάρης και εξακολούθησε να παραμένει εμπορευόμενος στο Σπολάτο.

Αυτή  είναι η δραματική περιπέτεια των Γελεκτσήδων , ο απαράμιλλος ηρωισμός τους και η φλογερή αγάπη τους για την πατρίδα, που έφτασε  μέχρι αυτοθυσίας.


ΑΦΗΓΗΤΗΣ Ε΄: Σώθηκαν και γύρισαν

Με τη συνθήκη της 2ας Μαΐου 1829, που υπογράφτηκε μεταξύ των Τούρκων και Ελλήνων, σώθηκαν και γύρισαν όσα παιδιά, αρσενικά και θηλυκά, τουρκεμένα ή όχι, ήταν μικρότερα από 14 χρόνων. Με αυτό το σωτήριο μέτρο, τα Ελληνόπουλα που γλύτωσαν από το χαλασμό και το πούλημα στα σκλαβοπάζαρα της Αφρικής και της Ασίας, ξαναγύρισαν χαρούμενα στη στοργική αγκαλιά της Μητέρας Πατρίδας. Απ’ αυτά, άλλα έμειναν για πάντα πεντάρφανα, κι άλλα με τον καιρό και τις αναζητήσεις των δικών τους, στάθηκαν τυχερότερα και βρήκαν στο τέλος τις φαμίλιες τους ή κάποιο άλλο αγαπημένο ,από το συγγενολόι τους πρόσωπο.

Κι έτσι, στον ελεύθερο πια αέρα της δοξασμένης Πολιτείας μαζί με όσους Μεσολογγίτες σώθηκαν και γύρισαν πάλι κοντά της, από το Μοριά ή τα νησιά, ρίχτηκαν μ’ ενθουσιασμό να ξαναχτίσουν την παλιά τους φωλιά. Και σιγά-σιγά, με την αξιοσύνη τους και τις ακατάβλητες δυνάμεις της ψυχής τους, δημιούργησαν από τα ερείπια και τη στάχτη, ένα καινούριο Μεσολόγγι, που για πολλά χρόνια τροφοδότησε το Έθνος με ό, τι μεγάλο και υψηλό έχει να επιδείξει, στα γράμματα, στην πολιτική και στην επιστήμη και με το οικονομικό του σφρίγος, αυτός ο τόσο φτωχός και δυστυχισμένος σήμερα τόπος, αναδείχτηκε αξιόλογος παράγων προόδου, πολιτισμού και παιδείας.



(εικόνα από το εξώφυλλο του βιβλίου του Τάκη  Σπ. Καπώνη)


ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Η προσφορά τους.

Τι επιτέλους ήθελαν οι Γελεκτσήδες; Αυτά τα Μεσολογγιτόπουλα ανατράφηκαν με τις αρχές και τις αξίες της Ελληνοχριστιανικής παράδοσης. Γαλουχήθηκαν από γονείς που πίστευαν σε Πατρίδα και Ορθοδοξία. Μορφώθηκαν κοντά σε δασκάλους της Παλαμαίας Ακαδημίας, που λειτουργούσε μέχρι και το 1824,που σφυρηλάτησαν στην ψυχή τους τις αιώνιες αξίες  της Ελευθερίας, της τιμής, της αξιοπρέπειας και της αυτοθυσίας.

Έμαθαν καλά από γονείς και δασκάλους τι σημαίνει Ελεύθερη Πατρίδα, Μεσολόγγι αδούλωτο, φρόνιμα αγέρωχο, ψυχή αδάμαστη.

Γνώρισαν το Μεσολόγγι των γραμμάτων, της Παιδείας, της ομορφιάς του φυσικού τους περιβάλλοντος, το Μεσολόγγι της ήρεμης, ρηχής και πλατιάς « Λιμνοθάλασσας». Έζησαν τα μοναδικά σε χρώματα ηλιοβασιλέματα και τη μαγεία της δύσης. Πολλά από αυτά δούλεψαν κοντά στους γονείς τους στις εργασίες αλιείας στα ιβάρια της Κλείσοβας, του Βασιλαδιού, της Θολής, του Προκοπάνηστου και στα νυχτερινά πυροφάνια του ψαρέματος.

Καμάρωναν τους Μεσολογγίτες καραβοκύρηδες, που διέσχιζαν τις θάλασσες της Μεσογείου, της Αδριατικής, του Αιγαίου και του Ιονίου και έφερναν πλούτη, αγαθά και πολιτισμό στην Πατρίδα τους.

Δεν στάθηκαν  ούτε υπολόγισαν τα νιάτα τους, την άνοιξη της ζωής, την πρόκληση της φύσης, τον έρωτα και τις αξιώσεις της παιδικής και εφηβικής ζωής. Ήθελαν να ζήσουν και να ‘ναι ελεύθερα για να απολαμβάνουν τα αγαθά της ηλικίας τους και της ζωής, ελεύθερα αετόπουλα μιας πολιτισμένης Πολιτείας. Έβαζαν πάνω απ’ όλα αυτά τα καλά και τις απαιτήσεις της ηλικίας τους την Πατρίδα, την Ελευθερία, την Τιμή.

Συνειδητοποίησαν ότι χωρίς ελεύθερη Πατρίδα, δεν αξίζει η ζωή του ραγιά, που δεν ορίζει τίποτε.

Αυτά ήταν τα Μεσολογγιτόπουλα, οι Γελεκτσήδες. Ελληνόπουλα με ελεύθερο φρόνημα, οπλισμένα με υψηλά ιδανικά.

Αυτά τα Ελληνόπουλα τιμάμε σήμερα. Η μνήμη τους ας είναι αιώνια στην καρδιά μας. Χρέος της Πατρίδας μας να υψώσει μνημείο τιμής και ανδρείας, αριστείο ευγνωμοσύνης και αρετής στους Γελεκτσήδες ελεύθερους Πολιορκημένους, τιμώντας τις υψηλόφρονες, μοναδικές, ηρωικές πράξεις αυτοθυσίας.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:


Το θεατρικό έργο «Οι Γελεκτσήδες» στηρίχθηκε στις παρακάτω πηγές:

ð  Στο έργο του Τάκη  Σπ. Καπώνη «Οι Γελεκτσήδες»

ð  Στο βιβλίο του Κωνσταντίνου Π. Πετρόπουλου, Σκηνές Εθνικού Μεγαλείου («Τα παιδιά» σελ.93-107)

ð  Στην επετειακή ομιλία του Διονυσίου  Μπερερή, εκπαιδευτικού Σύμβουλου – Συγγραφέα.