Μαθητής

Μαθητής

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ




   Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ                               

Ναυάγιο συ θαλασσινό κοχύλι σκουριασμένο
μετράς το βάθος με οργιές το χρόνο με λεπτά
ο θαυμασμός αθάνατος γρανάζι δουλεμένο
στο ρούχο σου σκουριά

έργο αγνώστου Έλληνα μυαλό προχωρημένο
αρχαίο σύστημα εσύ συντρίμμι του βυθού
ο θαυμασμός ατέλειωτος και με σκουριά ντυμένο
μυαλό κάποιου σοφού

γρανάζια δυο γρανάζια μηχανισμός σοφίας
μιας εποχής που πέρασε ακμής πολιτισμού
και τώρα σαν περίεργο αυτής της κοινωνίας
κοχύλι του βυθού

σκουριά με φόρεμα φορείς και οι σοφοί τριγύρω
μα δεν μιλάς που σε ρωτούν κρατάς το μυστικό
και συ με νόημα απαντάς αφήστε με να μείνω
για πάντα στο βυθό

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΣΚΟΥΡΙΑ

Η ΣΚΟΥΡΙΑ

Κουλούρια που σκουριάσατε σε μέρος ξεχασμένα
μπερδεύτηκε το σήμερα αλήθεια με το χθες
μια αλυσίδα σίδερο κυκλάκια σκουριασμένα
κουβέντα να μη λες

μάστορά συ που έφυγες σαλπάρισες στα ξένα
μια συντροφιά το σκάφος σου ζευγάρι θαυμαστό
κι αλυσίδα μοναχή κουλούρια σκουριασμένα
το θέμα ορφανό

και συ σκαρί που έφυγες χωρίς να πεις μια λέξη
σαλπάρεις παιχνιδίζοντας τρελή σου μουσική
μα ο καιρός γυρίσματα το πλοίο σου θ’ αντέξει ?
η άγκυρα λειψή

διαβάτες ναύτες μοναχοί μη φεύγετε σταθείτε
μπορεί να έχω μια σκουριά μα  είμαι δυνατή
και στο σκαρί που έφυγε μα θάρρος να του πείτε
η σάρκα μου πονεί

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

Πεταλούδες του Μίμη Χ.Γεωργόπουλου







Σκουριασμένα κλειδιά




        ΣΚΟΥΡΙΑΣΜΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙΑ


Μια συντροφιά σκουριάς κλειδιά σε κρίκο περασμένα
κρατούν κλεισμένες κλειδαριές καρδούλες μοναχές
στολίδια άλλων εποχών σε μέρη ξεχασμένα
αχ πόσα συ δεν λες


Κλειδιά που σκούριασαν θαρρώ μοιάζουν κλεισμένα μάτια
τυφλές οι κάποιες κλειδαριές θα μένουνε βουβές
κακιά που είσαι ρε σκουριά σκουριάζεις και παλάτια
μα κλείνεις και καρδιές


Κρύψτε κλειδιά να μη τα δω δεν θέλω να τα πιάσω
μνήμες παλιές που έθαψα της πείρε η σκουριά
το παρελθόν με πλήγωσε και θέλω ξεπεράσω
ανάμνηση καμιά


Και σεις κλειδιά στη ζωγραφιά που είστε μαραμένα
το τέλος σας εφάνηκε έστω για μια στιγμή
όταν σας βλέπω στο χαρτί με μάτια δακρυσμένα
γουλιά πάντα πικρή    


Γλώσσα δεν έχει η σκουριά μόνο μια γκρίζα φλούδα
κι όμως ξυπνάει τη φορά οδυνηρές στιγμές
σαν μοιάζει η εικόνα της σαν θηλυκός Ιούδας
προδίδει κάποιο χθες   


Νεκρά κλειδιά το σμάλτο σας ζωή ξεπερασμένη
το σήμερα γεράματα δυο ζάρες το κορμί
μια φλούδα καστανόχρωμη στη σάρκα τυλιγμένη
να ζει κανείς η να μη ζει

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Η πεταλούδα



                    ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ
        (  στον κάμπο του Ευηνοχωρίου  )

Του κάμπου συ το πέταγμα μικρή χορεύτριά μου
τα άνθη που σε μέθυσαν σε κάνανε τρελή
προπέλα της ατμόσφαιρας μια σβούρα συ κυρά μου  
μετράς για μια στιγμή

πολύχρωμα τα χρώματα βεντάλια του αέρα
ανοιγοκλείνεις τα φτερά μπερδεύεις τα πουλιά
μπαλέτο με τα τούλια σου φιγούρες στον αιθέρα
είσαι μια ζωγραφιά

σε κυνηγώ εδώ μου πας εκεί ποτέ μου δεν σε πιάνω
φεύγω γυρνάς δεν με κοιτάς ο ίδιος ο χορός
τρελό παιχνίδι έπαιξα συνέχεια θα χάνω
με παίρνει ο θυμός

λουλούδι εις το πέτο μου καρφίτσα το τρυπάει
να κοροϊδέψω έντομο κοντά μου για να’ρθεί
του κάκου με κατάλαβε και μακριά πετάει
χωρίς να μου μιλεί

γι’αυτό και γω ζωγράφισα μια άλλη να σου μοιάζει
για να την έχω συντροφιά και βράδυ και πρωί
στη φαντασία όνειρο το χρώμα να φαντάζει
ανέμη διαλεχτή

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΜΙΜΗ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ


Ο φίλος μου








  
Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ
( δυο φτωχοί μαθητές στη σειρά για προσευχής )

Κράτα το ώμο μου γερά οι δύο στον αγώνα
η φτώχια που μας άγγιξε μας έφερε εδώ
η βάβω μου εμπάλωσε τον τρύπιο μου αγκώνα
το ίδιο ρούχο φόρεσα να πάω στο σχολειό

Μες στην ορφάνια μοναξιά το χέρι σου ελπίδα
είναι το χάδι βάλσαμο σε νιώθω αδερφό
μη το ρωτάς που φθάσαμε που είναι η πατρίδα
εδώ όπου μας φέρανε ποτέ δεν θα τη δω

λόγια δάσκαλου φαίνονται σε μένανε σαν ξένα
είναι σοφός στ’ ορκίζομαι άκου τι θα μας πει
εμείς γιατί βρεθήκαμε σε τούτη την αρένα
μάθε τα γράμματα μικρέ το είναι μη χαθεί

το χέρι σου το παιδικό όπου κουμπά στον ώμο
μια σιγουριά στη φτώχια μας μικρή η αμοιβή
ορφάνια είν’η προίκα μας στον άχαρο τον κόσμο
η μοίρα μας εγράφτηκε να ζήσουμε φτωχοί

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2015

ΔΥΟ ΜΙΚΡΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ

          



       ΔΥΟ ΜΙΚΡΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ

Φυσά βοριά χιονόνερο λιθόστρωτο βρεγμένο
μια σάκα όλη η μάθηση η πρώτη η μικρή
τι κρύβει ποιος να μάθαινε το βλέμμα καρφωμένο
μη το ρωτάς είναι νωρίς ποτέ δεν θα σου πεί

Όμως ο νους καρφώθηκε σε σκέψεις που πονάνε
σωριάστηκε η λογική εξήγηση καμιά
τα γράμματα τα έμαθε πριν τα διαβάσει θα’ναι
σαν δάσκαλος στην τάξη του η σάκα του βαριά

Ομπρέλας χάδι η μάνα του δεν τη γνωρίζει ξέρει
έχει μπροστά του βάσανα χερούλι της κρατεί
πρέπει να μάθει γράμματα βοήθεια  αυτός να φέρει
η σκέψη του περίεργη τον κάνει ν’απορεί  

Και της μικρής το πρόσωπο ζερβά μωρέ κοιτάει
σαν να φοβάται το στενό χωρίς επιλογή
με δύναμη το χέρι της χερούλι της κρατάει
να μη χαθεί το σκέπαστρο σε τούτη τη βροχή

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Ο ΥΠΝΟΣ





                  Ο ΥΠΝΟΣ

Χοντρό κιλίμι στρώθηκε ο ύπνος ξεκουράζει
σαμάρι στρώμα έγινε της μάνας αγκαλιά
όνειρα ίδια γίνανε κι ας είναι σε μουλάρι
η φύση δώρα χάρισε  ανέμελα φιλιά

Δυο χούφτες μισό άνοιξε σαν θέλει ν’αγκαλιάσει
χάδι της μάνας φαίνεται ετούτος να ζητά
κουράστηκε και έγειρε ο νους του θα κεράσει
σαν έκανε το γιόμα του να μοιάζει με βραδιά

Έλα ρε ύπνε στα καλά η ξάπλα μη τελειώσει
μες σε κιλίμια και πλεχτά ο ύπνος θαυμαστός
εμπρός τα πέταλα ρυθμός το βήμα του να νιώσει
κι ο ήχος στο λιθόστρωτο να μοιάσει σαν χορός

Κι η μάνα η τετράποδη που ξέρει για το γιό της
με προσοχή το βάδισμα μη πέσει το παιδί
από τη στράτα τη καλή να φθάσει στο χωριό της
ο ύπνος μια απόλαυση γι’αυτόνε μια γιορτή

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Το κουδούνι











ΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΜΟΥ

Μια νότα που αγάπησα πότε δεν θα ξεχάσω
η συντροφιά στα γράμματα κουδούνι μου γλυκό
μια φαντασία όνειρο πως θα’ θελα να φθάσω
σε κείνο το σχολειό

και κει για λίγο να σταθώ εικόνες για να φέρω
συμμαθητών τα βλέμματα φιλίες κι αγκαλιές
κουδούνι συ τον ήχο σου στ’αλήθεια γω τον ξέρω
ξυπνάς σε με το χθες

χτύπα ν’ακούσω μουσική φωνές παιδιών στα ύψη
εικόνες που ξεχάστηκαν στη μνήμη μου καιρό
και η χαρά μου να γινεί απέραντη μια θλίψη
πικρό για με γλυκό

ένα κουδούνι μουσικής μια συμφωνία γλύκα
πεντάγραμμο οι νότες σου αθώα μουσική
την παρτιτούρα διάβασα που κάπου γω την βρήκα
πληγή αιμορραγεί

ο ήχος που εφώλιασε μέσα στο νου θα μένει
συμπλήρωμα της μάθησης σπουδαία πινελιά
ένα σχολειό που δεν ξεχνώ τις μνήμες μου θα δένει
με δάκρυ στη ματιά

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

ΦΤΩΧΟ ΠΑΙΔΙ









                ΦΤΩΧΟ ΠΑΙΔΙ

Φτωχό παιδί χίλιες καρδιές μία χαρά οι πόνοι
λίγος ο ύπνος σε γωνιά σανίδα κρεβατιού
αβέβαιοι θα πει κανείς του μέλλοντος οι χρόνοι
η τύχη του παιδιού

τι όνειρο κι αυτό εδώ κρεβάτι του η φτώχια
μια τσιγκουνιά ο ύπνος του ελπίδα του καμιά
αρρώστια σίγουρη αυτή στα πρώτα πρωτοβρόχια
τα σύννεφα μουντά

η κούραση περίσσευμα μεθύσι τα βαρέλια
ο μούστος που το χάιδεψε τα όνειρα γλυκά
χορός τραγούδια παιδικά να σπάσουνε τα τέλια  
ωραία η βραδιά

μα η ζωή δεν άλλαξε η ίδια πάντα είναι
μια τύχη η συνέχεια κι ο δρόμος όπου βγει
παράθυρο όταν φυσά αμέσως τότε κλείνε
κακό να μη συμβεί

παιδί μονάχο όμορφο μια σιωπή κρυμμένη
χωρίς μιλιά κάτι μου λες το βλέπω στη ματιά
μια κοινωνία άμετρη που μένει κοιμωμένη
γλυπτό του Χαλεπά

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ







                     


         


                Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ
         ( έθιμο της Καθαρής Δευτέρας )

Αχ να μπορούσα ξαφνικά τον κόσμο να γυρνούσα
χαρτί εγώ πολύχρωμο πουλί αγαπητό
δεν είμαι γω το άψυχο παιχνίδι που πετούσα
κάθε Δευτέρα στους αγρούς με σπάγκο δυνατό

Έχω ζωή συναίσθημα καρδιά που λαχταράει
για να πετώ στα σύννεφα ψηλά στον ουρανό
έχω το φίλο το μικρό παιδί όπου ζητάει
να φτάσει η λαχτάρα του να έχει θαυμασμό   

Έχω ουρά πολύχρωμη τα ζύγια μου ωραία
μια λεβεντιά το σήκωμα αέρας η ζωή
κρατάτε σπάγκο δυνατά υπέροχη η θέα
είμαι ο πρώτος αετός τ’αέρα η πνοή

Μη με ρωτάτε δεν θα πω αυτά που τώρα βλέπω
έχουν διάφορες μορφές δεν είναι συμβατά
άλλες εικόνες οι μορφές από κοντά σαν στέκω
και άλλα τα νοήματα που στέκω δω ψηλά

Τράβα μικρέ το σπάγκο σου να κάνω τα τσαλίμια
να μου θαυμάσεις το χορό χωρίς να τσακιστώ
και ν’ανεβώ πάλι ψηλά με θόρυβο τα ζύγια
γι’αυτή τη μέρα μάθε το εγώ μονάχα ζω

Όσο φυσά εγώ θα ζω καμάρι του αέρα
θα έχω τη λαδόκολλα με κόντρα στο καιρό
κι αν κάπου πάψει να φυσά ναυάγιο σε ξέρα
τελειώνουν όλα στη στιγμή αφού θα τσακιστώ

Κι αυτός όπου κρεμάστηκε χωρίς πολύ να φταίει
ντροπιάστηκε το πέταγμα μετέωρος θα ζει
κι ο μπόμπιρας που θα κρατεί το σπάγκο θε να κλαίει
του χρόνου θαν ‘καλύτερα καλή σαρακοστή!



ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

ΤΑ ΚΟΥΛΟΥΜΑ

ΤΑ ΚΟΥΛΟΥΜΑ

Ζεστό ψωμί περίεργο λαγάνα στο τραπέζι
άσπρο πανί στην εξοχή τουρσί με δυο ελιές
κλαρίνο νότα μουσικής σ’ένα χορό να παίζει
γιορτή όλο φωνές

και συ λαγάνα που τιμάς τη μέρα τούτη γέλα
ο ουρανός εγέμισε πουλιά από χαρτί
ο έρωτας επέταξε αλήθεια δίχως ψέμα
σε τούτη τη γιορτή

μία φορά η καθαρή ετούτη η Δευτέρα
της εξοχής περίπατος το γεύμα σου λιτό
απ΄το πρωί στο ύπαιθρο μέχρι και την εσπέρα
τουρσί το φαγητό

μια γιορτή στην εξοχή κόσμος μικροί μεγάλοι
ξεχωριστό το χρώμα της το έθιμο κρατά
μία γαλήνη μες στο νου δίχως να είναι ζάλη
η μέρ’ αυτή μεθά

ψυχή εσύ που σκέφτεσαι σαν στέκεις κει μονάχη
τους χτύπους της καρδούλας σου περίεργα μετράς
τ’ αποκαΐδια της φωτιάς καρνάβαλου τη στάχτη   
μονάχη συ σκορπάς

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ