ΤΟ ΨΑΡΕΜΑ
Γλάρος τρελός του φεγγαριού στο φως θε να πετάξει
μια ζυγαριά θε να κρατεί τα ψάρια να μετρά
η σιωπή απλώθηκε στη λίμνη σαν μετάξι
θολά νερά αμίλητα οι πάσσαλοι σειρά
Μα κι ο ψαράς αμίλητος που στέκει εκεί στη άκρη
χωρίς μιλιά τα βάσανα αργά φυλλομετρά
ο πόνος και η κούραση θαλάσσια η νάρκη
επάγγελμα κουραστικό συχνά θα μαρτυρά
Ορίζοντας στενόχωρος σαν λύπη να φαντάζει
το φως σαν εγκριζάρισε κάτι θέλει να πει
θολά νερά μαρτύρησαν μαΐστρος τα φωνάζει
εμέθυσε επόνεσε καμάκι του κρατεί
Γαλάζια θάλασσα εσύ γυναίκα γεννημένη
κορμί παρθένας ξάπλωσε με θέρμη στο σκαρί
το χάδι μου την έκαμε να είναι μεθυσμένη
ρε κάπελα σερβίρισε δυο κούπες με κρασί
Κι η λησμονιά καραδοκεί εικόνες να ξεχάσει
μα η χαρά ζωγράφισε το πίνακα βαθιά
και στο παιχνίδι όπου άρχισε ποτέ του δεν θα χάσει
η σιγουριά πληρώθηκε με πόνο που πονά
ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου