Μαθητής

Μαθητής

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

ΤΟ ΞΕΡΟ ΦΥΛΛΟ





               

Ο χρυσοστέφανος θεός ο ήλιος που ξεραίνει
τη χλωροφύλλη τη χτυπά αγρίμι που δαγκά
μία ζωή το πράσινο στον ήλιο που πεθαίνει
τη φύση χαιρετά

είναι ο κύκλος της ζωής ένας τροχός που παίζει
μια μουσική που σταματά σαν πέσει καταγής
χωρίς φαί που στρώνεται ένα φτωχό τραπέζι
η μοίρα της ζωής

ζωή δεν είσαι τίποτα χωρίς να είσαι φρέσκια
και το κλωνάρι που ανθεί κρατά μια συντροφιά
το τέλος σου να δέχεσαι και μη ζητάς τα ρέστα
στη κάθε σου φορά

φύλλο ξερό έχεις παρόν δεν είσαι ξεχασμένο
μου κουβαλάς το όνομα του δέντρου του ψηλού
πλατάνι που εφύτρωσε σε ρέμα στολισμένο
σ’ απάτητου βουνού

και κει που είσαι τώρα συ κάτι σοφό στολίζεις
μια έννοιά σου άπιαστη από φτωχό μυαλό
το τέλος σου που γράφτηκε ποτέ σου μη σκαλίζεις
άστο εκεί ξερό

ξερό μου φύλλο κράτησες στο χρόνο μία θέση
μου στόλισες περήφανα κομμάτι μιας ζωής
ο κύκλος όμως δεν ρωτά εάν αυτό σ’αρέσει
όταν εσύ χαθείς

φύλλο ξερό πλατύφυλλο σε βλέπω με καμάρι
με θαυμασμό το μπόι σου στολίζει το χαρτί
που ο ζωγράφος σκόπιμα ζωγράφισε με χάρη
ετούτη τη στιγμή

για να μας δείξει αν μπορεί κορμί χρωματισμένο
με χρώμα που δεν ήτανε ετούτο στη ζωή
μα έδωσε το χρώμα σου αυτό το ξεχασμένο
καφέ όπου πονεί

ΜΙΜΗΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΓΛΑΡΟΥ






             ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΓΛΑΡΟΥ

Μαΐστρο μοσχοβόλησε κι αγκάλισε το κύμα
και κάνε συ το πέταγμα του γλάρου χαρωπό
να το ζηλέψω αν το δω και να φωνάξω κρίμα
που δεν μπορώ να μιμηθώ ετούτον το χορό

Λευκό πουλί της θάλασσας φτερούγισμα μπαλέτου
όταν βουτάς μια χαρακιά της λίμνης ο σεισμός
μαχαίρι κόβει τον καημό αστραφτερού στιλέτου
μια μουσική ακούγεται της λίμνης ο σκοπός

Την ερημιά την ήσυχη την ξάφνιασε η φωνή σου  
του δειλινού ψιθύρισμα ζητάς μια συντροφιά
βουτιά μου πήρε στο κενό το λυγερό κορμί σου
για να φωλιάσει στη ξηρά στα φύκια τα χρυσά

Λεβέντικο το κούρνιασμα η στάση σου θυμίζει
αρματολό που κάθισε ανάσα του μικρή
να ξαποστάσει για νερό και πάλι να θερίζει
αέρα σύννεφο πυκνό γνωστή σου η κραυγή

Καλαμωτή που χώρισες της θάλασσας κομμάτι
ιβάρι το εβάφτισες μια ζωντανή ψυχή
και γλάρε συ που φλέρταρες μεζέ με το΄να μάτι
πάλι βουτιά μου έκαμες στη λίμνη ζηλευτή

Ο ερωτάς σου στο κενό παιχνίδι στον αέρα
ερωτικό αγκάλιασμα η ντάμα σου λευκή
χορός αυτός κατάληξη καρπός σε μια ξέρα
ανέμελο φτερούγισμα του τέλους πληρωμή

Πλανάρεις στον ορίζοντα χορός χωρίς την πίστα
χτενίζεις χώρο με κραυγή ξυπνάς τη χαραυγή
μ’ένα σκοπό που τραγουδάς στη λίμνη prima vista
πουλί εσύ ολόλευκο θαλασσινή μορφή

Πόσες φορές χαράκωσες ετούτο δω το μέρος
με σχήματα περίεργα που μοιάζουνε χρησμοί
κι όποιος μπορέσει και τα δει κοντά του είν’ ο έρως
αρχοντικό πετούμενο ακροβατείς εσύ

ΜΙΜΗΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

Ερωτήσεις Εξοδιτών που διαβάζουν…..



Το Μεσολόγγι πολιορκείται…

Σε τούτο το μικρό αλωνάκι, πόσο αίμα χύθηκε, πόσες θυσίες έγιναν για τη Λευτεριά. Ο κλοιός του εχθρού το σφίγγει δυνατά…

"Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ' Άγγλου!»

Μα δεν είναι μόνο ο αδυσώπητος και σκληρός εχθρός. Φοβερότερα είναι η πείνα , ο λιμός, ο πειρασμός της φύσης… «Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη»

Μπότσαρης, Ραζηκότσικας, Ιωσήφ Ρωγών, Μακρής, Καψάλης κρατούν το Φράχτη  άπαρτο….
Μεγάλα ονόματα, δοξασμένα κατορθώματα.

-Κι εγώ ο έρμος τι; Δεν πρόσφερα τίποτε; Δεν αγωνίστηκα για τη Λευτεριά; Δεν κράτησα άπαρτο το ταμπούρι μου; Δεν πολεμούσα δίπλα στον Μπότσαρη και τον Μακρή;

-Κι εγώ ο Γελεκτσής, το παιδόπουλο δεν έκαμα τίποτε; Δεν πολεμούσα δίπλα στον πατέρα μου;Δεν κουβαλούσα πέτρες και χώματα για να στεριώνει ο Φράχτης;

-Κι εγώ, η Τασούλα δεν μετέφερα νερό για τους διψασμένους Πολεμάρχους;

-Κι εγώ ο παπα - Γιώργης, δεν στάθηκα δίπλα στους Μαχητές; Πόσα βόλια με χτύπησαν! Μαζί με τον Ι. Ρωγών δεν στεριώναμε τα ρήγματα;

Πόσες και τόσες ψυχές, γενναίες, ανώνυμες, δυνατές κράτησαν όρθια την Ιερά τούτη πόλη;

Για μας όλους θα γράψει κάτι η ιστορία;
Το Μεσολόγγι χρωστά τη Λευτεριά του στον ανώνυμο και επώνυμο ελεύθερο Πολιορκημένο!
Παρασκευή Παν. Μπάρλα

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

Το δάκρυ της λίμνης





          ΤΟ ΔΑΚΡΥ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ

Το κύμα στο παράθυρο μια βάρκα στο κατώφλι
γιαλός ο δρόμος έγινε νεράιδα θαυμαστή
γλαρόνι εγεννήθηκε σαν έσπασε το τσόφλι
και πέταξε και κάθισε κοντά μου μια στιγμή

Μια σιωπή τριγύρω μου αμίλητο γλαρόνι
να κρύψω την αγάπη μου ετούτο προσπαθώ
μα δεν μπορώ σαν φαίνεται που το γραπτό δηλώνει
πως νοσταλγώ τη θάλασσα αφού το μαρτυρώ

Μια λίμνη μες στα πόδια μου μια συντροφιά το κύμα
στην αμμουδιά ανάλαφρος με φύκι ο αφρός
σαν δέρνεται η μοναξιά αλήθεια μα τι κρίμα
και γω παράταιρος πιο κει να στέκω μοναχός

Λίμνη εσύ σαν ξάπλωσες γαλήνεψε το μάτι
ερέθισες το στοχασμό εικόνες μαγικές
μου θύμησες τα σάλτσινα το βούρκο σου τ’αλάτι
στιγμές αξέχαστες αυτές σε μνήμες παιδικές

Το γαλανό το μάτι σου αστέρι είν’ της φάτνης
φωτίζει πόλη ιερή ηρώων τα κορμιά
και τα στεφάνια τ’αρμυρά εσύ που όλο φτιάχνεις
άστα να πλέουν στα βαθιά εκεί στην ερημιά

Κι ο ποιητής όπου κρατά ένα γραπτό στο χέρι
το απαγγέλει με ρυθμό με σκέψη και με νου
φθινόπωρο και άνοιξη χειμώνα καλοκαίρι
λυχνάρι δάκρυ του ματιού βροχή αυτό γιαλού

Χρόνια παλιά που φύγατε χρυσώσατε την άμμο
ο λύχνος που εφώτισε ανταύγεια στη ματιά
και γω φυγάς με άλογο που τρέχω να προκάμω
μία γιορτή το τάμα μου χαρά κάθε φορά

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

ΤΟ ΠΑΡΑΓΑΔΙ ΤΗΣ ΚΥΡΑΣ





         


Γυναίκα συ ανέκφραστη δολώνεις παραγάδι
είσαι ο ναύτης της ξηράς δολώματα κεντάς
ψαρεύεις μέρα μοναχή ψαρεύεις μα και βράδυ
πολλές φορές τον πόνο σου στο πέλαγος σκορπάς


Πλακόστρωτο το κάθισμα σοβάρεψε το ύφος
επάγγελμα το δόλωμα υφάντρα στην αυλή
για άλλους το κανίστρι σου δεν είναι παρά γρίφος
δεν το μπερδεύεις θε να πεις το κάνεις μια ζωή


Μαύρο φακιόλι στα μαλλιά σκεπάζει τη θωριά της
στέκει ακίνητη εκεί μετρά τη κάθε μιά
τραγούδι από μέσα της με μέτρο η  οργιά της
δολώνει το αγκίστρι της με τέμπο τη φορά


Χωρίς μιλιά η σκέψη της ο νους της στο δελφίνι
θε να το πιάσει με τη μια ετούτη τη φορά
θα το ψαρέψει θα σου πει κι ας έχει και μπουρίνι
θε να καλάρει στα βαθιά το ύφος μαρτυρά


Το γέννησα θε να σου πει το ξέρω από χρόνια
θέλει σπουδή το ψάρεμα μεγάλη υπομονή
ο έρωτας δεν πιάνεται με ήλιο η με χιόνια
παρά μονάχα τη στιγμή που παίρνεις το φιλί


Μεσολογγίτισσα  εσύ η τέχνη σου καμάρι
μετράς οργιές κάθε φορά το δόλωμα νωπό
μα προσοχή στο δάχτυλο γιατί τσιμπά σαν ψάρι
το παραγάδι δύσκολο μα θέλει σεβασμό


Δυο γλάροι που κουρνιάσανε περίσσευμα ζητάνε
συμπλήρωμα στη ζωγραφιά εικόνα ζωντανή
δυο δάκρυα τσιμπήσανε στ’ αγκίστρι και πονάνε
πριν το καλάρει τσίμπησε το ψάρι στην αυλή


Θα σου το κλέψω μια στιγμή εικόνες να ψαρέψω
θε να δολώσω τον καημό στα φύκια να κρυφτώ
και σ’όλους όπου έχασα με τρόπο θα να γνέψω
να στήσουμε με τσάμικο ηρωικό χορό


Στίχοι πληγές του λιμανιού εικόνες περασμένες
ξεσχίζουν πάντα τις καρδιές θυμίζοντας το χθες
και κει που νόμιζα εγώ πως ήταν ξεχασμένες
ο στίχος ήρθε στο μυαλό ΠΟΤΕ εσύ μη λες

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

Το μεγάλο κανόνι




            
ΤΟ   ΜΕΓΑΛΟ  ΚΑΝΟΝΙ

Μακρύ κανόνι ξύπνησε και γύρισε τα χρόνια
ξυπνά τους άλλους που’φυγαν που είναι μακριά
και κάνε κείνους ζωντανούς που έχουν φρέσκα μπόλια
και να τους κάνεις αδερφούς αθάνατα κορμιά

Χτύπα με κρότο και τη γη ρίξε το σμπάρο τώρα
βάλε φωνή βάλε φωτιά εμπρός μη το κρατάς
το θέμα η απόφαση μη χάνεις ούτε ώρα
το Μεσολόγγι ξύπνα το εμέ αν μ’αγαπάς

Θέλω να βρω τ’αδέρφια μου τους φίλους τους χαμένους
τα σάλτσινα τη φτώχια μου παιδιά που’χουν χαθεί
της γειτονιάς παιδόπουλα ανθρώπους ξεχασμένους
κανόνι χτύπα δυνατά η γη για να σχιστεί

Έχεις σκοπό έχεις πνοή για βάλε το σημάδι
μαντείο σαν ανέκραξε χρησμό με προσταγή
κανόνι θύμωσε μωρέ και ρίξε στο σκοτάδι
να λάμψει η νύχτα με φωτιά να γίνει σαν αυγή

Και εθελοντής στη σκέψη μου να γράψω το τραγούδι
με δάκρυα μνημόσυνα στις μνήμες τις πολλές
κλωσόπουλο η σκέψης μου αρχίζει να’χει χνούδι
και ο καημός ξεσκέπασε εικόνες απ’ το χθες

Στο μνήμα εξεφύτρωσε για σε ο άσπρος κρίνος
δαφνόφυλλα εσκέπασαν τις μνήμες τις παλιές
όλα τα χρόνια έμεινε αθάνατος ο ύμνος
μπαρούτι κρότοι θέριζαν τις Τούρκικες ορδές

Κανόνι όπου έκανες τη νύχτα σου σαν μέρα
η πόλη ζητωκραύγαζε παιδιά ελευθεριά
γελούσε όποιος έτρωγε αδέσποτα τη σφαίρα
σιγά τη συμφορά

Μεσολογγίτης έγραψε στο κόσμο ιστορία
δυό δρασκελιές ο χάντακας και όμως κραταιός
το Μεσολόγγι κράτησε με όπλο την ανδρεία
παγκόσμιος σεβασμός 

 ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Η κουρασμένη γιαγιά

Η ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΗ ΓΙΑΓΙΑ

Μαλλιά αχτένιστα κοιτώ το χρώμα τους σαν χιόνια
τα βάσανα με πνίξανε τα μαύρα μου φορώ
ρυτίδωσε το πρόσωπο μεγάλωσαν τα χρόνια
τα ξύλα κουβαλώ

Μη με ρωτάς δεν απαντώ φύγε από μπροστά μου
τα χείλια μου ξεράθηκαν τα βάσανα μετρώ
το σώμα μου εβάρυνε δεν έχω την υγειά μου
δυο ώρες περπατώ

Εχάθηκε το γέλιο μου μετρώ τη συμφορά μου
δυο ξύλα για προσάναμμα να κάψω το καημό
τα ζα ετάισα φτωχά μπομπότα στη ποδιά μου
γυρνώ στο σπιτικό

Δεν θέλω να 'χω χτένισμα δεν θέλω το καθρέφτη
θέλω να είμαι ήσυχη στο τζάκι καθιστή
να μην πιστεύω φαφλατά να μη πιστεύω ψεύτη
ταλαίπωρο κορμί

Το θάνατο αποζητώ το μέλλον ειρωνεία
το όνειρο ξεδίπλωσα στο νου και στα χαρτιά
το μέτρο όμως μίλησε σ’αυτή την κοινωνία
να ζω στη μοναξιά

Τα χρόνια πια δεν τα μετρώ οι πόνοι εις την μέση
κρατάνε γέρικο κορμί χωρίς αναπνοή
ζωνάρι πέτσινο θαρρώ ανάσα μου’χει δέσει
γεράματα θα πει

Δεν καρτερώ μουσαφιριά μονάχη στο κονάκι
ξεχάστηκα μα το θεό κουρούπι αδειανό
τη μοναξιά μου κέρδισα παρέα μπαστουνάκι
κακία δεν κρατώ     

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ






Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

ΚΑΝΤΗΛΙ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ 21 ‘








     ΚΑΝΤΗΛΙ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ 21 ‘

Μαύρη ψυχή μαύρο κορμί μαύρη μα και η φλόγα
η μόνη που απέμεινε τα μαύρα της φορά
ξωκλήσι στέκει στη γωνιά αγίνωτη η ρόγα
το μέλι δεν εμπόρεσε να φτάσει στη καρδιά

Αστροπελέκια καταχνιά οι κρότοι στα αυτιά της
σώμα και νους μα και ψυχή σκοτάδια σιωπή
χωρίς αιτία βρέθηκε να κλαίει τα παιδιά της
τον τύραννο εμίσησε αιώνια η οργή  

Φύσα βοριά μου δυνατέ φύσα για να ξεπλύνεις
κορμιά νεκρών αγωνιστών που πέφτουν καταγής
πόσες Μανάδες σκότωσες με μαύρα τάφους ντύνεις
σκοποί τραγούδια παίχτηκαν στο θάρρος μιας φυλής

Η φλόγα τώρα άναψε το άλογο θλιμμένο
μια σιωπή παράξενη αδήλωτη οργή
ένα κορμί πληγώθηκε με χάρο είν’ ντυμένο
αγιάτρευτη παρέμεινε εκείνη η πληγή

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Αρματολός

Ο ΑΡΜΑΤΟΛΟΣ

Το καριοφίλι χτύπησε σημάδι με το μάτι
σε λίγο ναι ο ήρωας στο χώμα θα βρεθεί
δυο δρασκελιές το πέσιμο του τάφου σκαλοπάτι
μεγάλη σιωπή

Το βόλι όμως σκότωσε μουγκά είναι τα λόγια
η νερομάνα στέρεψε η στάλα μια γουλιά
ο χρόνος εσταμάτησε μαζί και τα ρολόγια
ανέκφραστη ματιά

Στη μέση κόπηκε πλεχτό εργόχειρο βαμμένο
με χρώμα κόκκινη κλωστή κεντάει το σταυρό
του κόσμου φάντασμα αυτό στη γη θα’ναι θαμμένο
κερί και θυμιατό

Σημαία γαλανόλευκη στη μέση κρεμασμένη
ο σεβασμός προς τον νεκρό μια πράξη ηρωική
πατρίδα συ που δεν γελάς είσαι και λυπημένη
ετούτη τη στιγμή

Και συ που ήρθες προς τα δω το πλούτο για να πάρεις
καταπατώντας ηθικές αγράμματε φτωχέ
μάθε στο λέω ευθαρσώς το σθένος δεν τουμπάρεις
όσο και αν το θες

Η λεβεντιά δεν κάμπτεται  με πείνα και με βόλια
την ιστορία διάβασε ξανά απ’ την αρχή
το δέντρο δεν μπολιάζεται απ’ τα δικά σου μπόλια
φτωχέ κατακτητή

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ