Μαθητής

Μαθητής

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΑΘΗΤΡΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΣ -



























Υ.Γ" Έβαλα την καρδιά επειδή αυτό το δημοτικό τραγούδι μιλάει κατά κάποιον τρόπο και για την αγάπη...! "
Θεοδώρα Θεοδωρακάκη

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Πέτρινα τοξωτά γεφύρια - "Περάσματα του χθες..."


Εργασία των μαθητριών της Γ΄ τάξης Γεωργίας και Δήμητρας Σακαρέλου

"Τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια της Αιτωλοακαρνανίας"



Εργασία των μαθητριών της Γ΄ τάξης Γεωργίας και Δήμητρας Σακαρέλου

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΟΓΗ "ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ"






Διαφορετικές εκδοχές για το τέλος του ποιήματος ,που να απαλείφουν τον αποτρόπαιο χαρακτήρα της ανθρωποθυσίας έδωσαν οι μαθήτριες της Γ΄ τάξης του Γυμνασίου Ευηνοχωρίου, Γεωργία και Δήμητρα Σακαρέλου.

Ας τις δούμε λοιπόν!
 Α΄ ΕΚΔΟΧΗ

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΜΑΖΙ

Εχάθηκ’ η γυναίκα του, στέριωσε το γεφύρι.
Διαβάτες τώρα το περνούν, γελούν και τραγουδάνε.
Λεν για τον άδικο χαμό και για το χωρισμό τους,
για την κακιά τη μοίρα τους και για το ριζικό τους.
Λένε πως έγινε πουλί, άλλοι μιλούν γι’ αηδόνι,
άλλοι νεράιδα είπανε κι άλλοι για χελιδόνι ...

Ο μάστορας τρελάθηκε, δεν τον χωράει το σπίτι
και κάθε βράδυ τρέχει εκεί, δεξιά ζερβά στην κοίτη.
Κρύβεται κι αφουγκράζεται, στυλώνει τη ματιά του,
αναζητώντας μάταια την αγαπητικιά του ...
Νάτος κι απόψε πάλι εκεί, ανάμεσα στα δέντρα,
ακίνητος, αμίλητος, προσμένει την αφέντρα ...

Όμως προσμένει μάταια, προσμένει στα χαμένα
και κλαίει κάθε που σκέφτεται όλα τα περασμένα.
Ούτε κι απόψε φάνηκε, μάταια την προσμένει.
Σηκώνεται σιγά σιγά, στο μονοπάτι μπαίνει ...

Βήματ’ ακούει ξαφνικά, χαχανητά και γέλια,
τραγούδι’, αστεία και χορούς, ντέφια, βιολιά και τέλια.
Ξανθές νεράιδες και ξωθιές αυτή την ώρα βγαίνουν,
λούζουνε τ’ όμορφα κορμιά, τ’ ασπρόρουχά τους πλένουν.
Τ’ απλώνουν να στεγνώσουνε και βότσαλα μαζεύουν,
άλλες χορεύουν λικνιστά χωρίς να αλαργεύουν.

Παράμερα αμίλητη στέκετ’ η πονεμένη.
Τα χέρια της στα γόνατα σαν παραλογισμένη.
Της κάνει νόημα αυτός, με τρόπο, μην τρομάξει,
να μην τον πάρουν είδηση και «το πουλί πετάξει».
Δεν βλέπει τίποτα αυτή, το μέτωπο στο γόνα,
αφήνει αυτόν να μάχεται τον άνισον αγώνα.

Λίγο πριν φέξει για καλά, λίγο πριν έρθ’ η αυγούλα,
το πήρ’ αυτός απόφαση να κλέψει την κυρούλα.
Κατηφορίζει γρήγορα κι αρπάζει το μαντίλι,
αυτό, που σκούπιζε συχνά τα μεταξένια χείλη.
Γίνεται γρήγορα καπνός, τρέχει ξοπίσω εκείνη,
σμίγουν και κείτονται νεκροί στην ποθητή τους κλίνη.

Β΄ ΕΚΔΟΧΗ

Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε·
«Τράβα, καλέ μ’, τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα,
τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα»
Τ’ ακούει ο πρωτομάστορας και διαταγές τους δίνει
και ΄κείνοι σπεύδουν γρήγορα να σώσουν τη γυναίκα.
Και σαν προβάλει η λυγερή απ’ του ποταμιού τα βάθη
τη βλέπει ο πρωτομάστορας και κλαίει με μαύρο δάκρυ.
Και το πουλάκι τους θωρεί και ‘ρχεται και τους λέγει:
«Μην κλαίγεις ,πρωτομάστορα, αυτή ‘ν το ριζικό σου,
 το γιοφύρι θα σταθεί και με το άλογό σου».
Κι αφού έτσι ήταν γραφτό το άλογο στοιχειώνουν
και μέχρι το άλλο το πρωί πίνουν και ξεφαντώνουν.